Καλαθοσφαίριση
1996, Ατλάντα
5η Ολυμπιακή θέση
Ο Φάνης Χριστοδούλου (γεννήθηκε Ελευσίνα, 22 Μαΐου 1965) είναι Έλληνας πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία του αθλήματος στην Ελλάδα και ίσως η πληρέστερη όλων.[1][2] Ήταν μαζί με τους Νίκο Γκάλη, Παναγιώτη Γιαννάκη και Παναγιώτη Φασούλα οι σημαντικότεροι παίκτες της Εθνικής Ελλάδας για πολλά χρόνια.
https://www.olympedia.org/athletes/5882
Αγωνίστηκε με την ελληνική εθνική ομάδα καλαθοσφαίρισης στο ολυμπιακό τουρνουά στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα 1996
https://en.wikipedia.org/wiki/Basketball_at_the_1996_Summer_Olympics
Ως παίκτης μπορούσε να αγωνιστεί σε όλες τις θέσεις κατά τη διάρκεια του αγώνα (παλαιότερα στην ορολογία του αθλήματος της χώρας μας για να αποδοθεί αυτός ο όρος χρησιμοποιούνταν η λέξη “ταλέντο”: στην πορεία όμως άλλαξε σημασία και χρησιμοποιείται ευρέως για κάποιον χαρισματικό παίκτη νεαρής ηλικίας. Στα αγγλικά ο όρος που χρησιμοποιείται για να αποδοθεί η αρχική σημασία του “ταλέντου” είναι “all-around-player”). Ήταν εξαιρετικος στη θέση του σμολ φόργουορντ αλλά και ως πάουερ φόργουορντ, όμως όταν χρειαζόταν μπορούσε να γίνει ένας εξίσου καλός σούτιγκ γκαρντ αλλά και αξιόμαχος σέντερ (έστω και με δυσκολία λόγω ύψους).[3] Μεγάλη έφεση στο τρίποντο, εξαιρετικός στην πάσα και συνήθως αναλάμβανε το μαρκάρισμα του καλύτερου παίκτη της αντίπαλης ομάδας. Πολλοί τον συνέκριναν με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ ο οποίος μάλιστα είχε πει: “Με έχουν δυσκολέψει αρκετοί παίκτες στο ΝΒΑ αλλά θυμάμαι ένας παίκτης της Εθνικής Ελλάδας που με έπαιξε απίστευτη άμυνα στο Μουντομπάσκετ. Ήταν το νούμερο 15.” Γνωστός και ως “μπέμπης” του ελληνικού μπάσκετ που έγραψε τη δική του ιστορία με τη φανέλα του Πανιωνίου και της Εθνικής Ελλάδας, βρίσκεται ανάμεσα στους υποψήφιους για είσοδο στο FIBA Hall of Fame για το 2022. Το καλοκαίρι του 2022 ανέλαβε καθήκοντα γενικού αρχηγού του Πανιωνίου.[4] Αδελφός του είναι ο επίσης πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής Χρήστος Χριστοδούλου.
Καριέρα
Η καταγωγή του είναι από τα Ροζενά Κορινθίας. Το προσωνύμιο Μπέμπης δεν άργησε να του κολλήσει και παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του.
Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από το σωματείο της Δάφνης, πριν μεταπηδήσει στον Πανιώνιο το 1983 και γίνει ο ηγέτης της ομάδας για πολλά χρόνια. Η συμφωνία μεταξύ Δάφνης και Πανιωνίου έκλεισε με ποσό 3 εκατομμυρίων δραχμών, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στην Δάφνη οι παίκτες Κούτρας, Μπέλσης, Κωνσταντώνης, Κιούσης, Ολύμπιος και ο Μάκης Δενδρινός. Οι σχέσεις των δύο συλλόγων ήταν ιδιαίτερα στενές από το 1977 και έτσι οι προσπάθειες των μεγάλων αθηναϊκών δεν είχαν αποτέλεσμα.[5][6] Το 1989 επιλέχθηκε από τους Ατλάντα Χοκς στο νούμερο 90 του ντραφτ αλλά ποτέ δεν πήρε τη μεγάλη απόφαση για να παίξει στον NBA. Στον “ιστορικό” αγωνίστηκε για 13 συνεχόμενες χρονιές και έγινε ταυτόσημο με τον μπασκετικό Πανιώνιο που φιγουράριζε στις 4 καλύτερες ομάδες της χώρας με εξαίρεση την τελευταία χρονιά του “μπέμπη” στην ομάδα της Νέας Σμύρνης, όπου έμειναν εκτός πλέι οφ μετά από πάρα πολλά χρόνια.[7] Με τον Πανιώνιο κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας το 1991 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας (73–70) με αντίπαλο τον τότε κάτοχο του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης ΠΑΟΚ. Ο Χριστοδούλου σημείωσε 22 πόντους στον τελικό.[5]
Στην Ευρώπη η μεγαλύτερη διάκριση του Χριστοδούλου σε συλλογικό επίπεδο ήταν η πορεία μέχρι τον ημιτελικό του Κυπέλλου Κόρατς το 1994 όπου απεναντί του βρέθηκε πάλι ο ΠΑΟΚ, όμως δεν επαναλήφθηκε το 1991 και η ομάδα της Θεσσαλονίκης προκρίθηκε και στη συνέχεια κατέκτησαν το τρόπαιο στον τελικό.[7]
Στο τέλος της καριέρας του, πήγε στον Παναθηναϊκό, τον οποίο βοήθησε να κατακτήσει το Πρωτάθλημα Ελλάδας (1998) μετά από 14 χρόνια, και με τον οποίο κατέκτησε το μοναδικό του συλλογικό τρόπαιο πρωταθλήματος με νίκη στον τελικό επί του ΠΑΟΚ. Μετά το τέλος αυτής της σεζόν, το καλοκαίρι του 1998 ανακοίνωσε την οριστική του αποχώρηση από το άθλημα σε ηλικία 33 ετών, μιας και οι χρόνιοι τραυματισμοί δεν του επέτρεπαν να συνεχίσει να αγωνίζεται ανταγωνιστικά. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Χριστοδούλου από πολύ νωρίς αγωνιζόταν με πρόβλημα και στα δύο γόνατα (δεν αποχωριζόταν ποτέ τις επιγονατίδες) και παρά τις καταχρήσεις που πολλοί υποστηρίζουν ότι έκανε στα θέματα διατροφής, δεν μετακόμισε ποτέ από τη λίστα των κορυφαίων καλαθοσφαιριστών στην Ευρώπη.[3][5]
Η ΚΑΕ Πανιώνιος για να τον τιμήσει απέσυρε τη φανέλα με το νούμερο 4 προς τιμήν του. Επίσης και η ΚΑΕ Παναθηναϊκός τον έχει τιμήσει για τη συνολική του προσφορά μαζί με τους Νίκο Γκάλη και Κώστα Παταβούκα. [8]
Τίτλοι – Διακρίσεις
Συλλογικοί
- Πρωτάθλημα Ελλάδος: 1998 (με την ομάδα του Παναθηναϊκού)
- Κύπελλα Ελλάδας: 1991 (με την ομάδα του Πανιωνίου)
Ατομικοί
- Πολυτιμότερος παίκτης Ελληνικού Πρωταθλήματος: (1993)
- 2 x Ελληνικό All-Star Game (2) : (1991, 1994)
Εθνική Ελλάδας
Η πρώτη του συμμετοχή στην Εθνική ανδρών έγινε στις 31 Αυγούστου του 1983, στους Βαλκανικούς Αγώνες, όντας μόλις 18 χρονών.[6]
Ήταν ένας από τους βασικούς παίκτες της Εθνικής ομάδας για πολλά χρόνια, με την οποία κατέκτησε το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1987. Στην ομάδα ο ρόλος του εξαιρετικά σημαντικός αναλαμβάνοντας κύρια αμυντικά καθήκοντα σε μια εποχή που το μερίδιο της δημοσιότητας και της καταξίωσης πήγαινε στον Γκάλη και στον Γιαννάκη κατά κύριο λόγο. Κατάφερε με τις εμφανίσεις του να θεωρείται ισότιμο μέλος μιας τέτοιας εθνικής και ένας από τους τέσσερις σημαντικούς πυλώνες γύρω από τους οποίους εξελίσσονταν το παιχνίδι.[9][10] Στη διοργάνωση έχει μέσο όρο 8,6 πόντους με καλύτερο παιχνίδι τον ημιτελικό με τη Γιουγκοσλαβίας, όπου σημείωσε 18 πόντους.[11][12]
Δύο χρόνια αργότερα κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του Ζάγκρεμπ. Με δικό του τρίποντο στο τέλος του ημιτελικού αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, η εθνική νίκησε 81–80 και πέρασε στον τελικό της διοργάνωσης.[9][13] Είχε μέσο όρο 10 πόντους με καλύτερο παιχνίδι του αυτό του ημιτελικού με 12.[14]
Συμμετείχε ακόμα στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα του 1991,1993,1995 και 1997. Στις διοργανώσεις του 1993 και του 1995 μέλος της καλύτερης πεντάδας, στη δεύτερη δε διοργάνωση της Αθήνας ήταν πρώτος σκόρερ της εθνικής ομάδας με 10,6 πόντους. Στο Ευρωμπάσκετ του 1997 διετέλεσε αρχηγός της Εθνικής ομάδας.[15] Αγωνίστηκε σε τρία Παγκόσμια Πρωταθλήματα του 1986, 1990, 1994 όπως και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996.
- Συμμετοχές: 220
- Πόντοι: 2.269
- Μ.Ο.: 10,31
Τα 20 καλύτερα σκοραρίσματα
Πόντοι | Αγώνας | Διοργάνωση | Κατηγορία |
---|---|---|---|
32 | 1990-08-09Ελλάδα 102–93 Ισπανία | Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1990 | Ανδρών |
26 | 1994-08-08Ελλάδα 74–71 Καναδάς | Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1994 | Ανδρών |
24 | 1992-05-27Ελλάδα 94–95 Ισπανία | Διεθνές Τουρνουά | Ανδρών |
24 | 1990-08-19Ελλάδα 94–97 Βραζιλία | Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1990 | Ανδρών |
22 | 1985-05-18Ελλάδα 72–68 Βουλγαρία | Βαλκανικοί Αγώνες 1985 | Ανδρών |
22 | 1986-06-14Ελλάδα 78–93 Ιταλία | Φιλικός | Ανδρών |
22 | 1987-12-23Ελλάδα 84–76 Αυστραλία | Φιλικός | Ανδρών |
21 | 1992-05-29Ελλάδα 85–89 Ιταλία | Διεθνές Τουρνουά | Ανδρών |
21 | 1990-08-08Ελλάδα 95–103 ΗΠΑ | Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1990 | Ανδρών |
21 | 1990-07-24Ελλάδα 100–85 Κίνα | Τουρνουά Ακρόπολις 1990 | Ανδρών |
21 | 1989-11-19Ελλάδα 113–91 Δανία | Φιλικός | Ανδρών |
21 | 1987-01-04Ελλάδα 87–101 Ισραήλ | Διεθνές Τουρνουά | Ανδρών |
21 | 1987-12-22Ελλάδα 86–95 Αυστραλία | Φιλικός | Ανδρών |
21 | 1988-06-21Ελλάδα 106–94 Πολωνία | Διεθνές Τουρνουά | Ανδρών |
20 | 1992-06-22Ελλάδα 77–73 Ισλανδία | Προολυμπιακό Τουρνουά 1992 | Ανδρών |
19 | 1985-05-19Ελλάδα 99–81 Ρουμανία | Βαλκανικοί Αγώνες 1985 | Ανδρών |
19 | 1986-07-10Ελλάδα 98–80 Νότια Κορέα | Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 1986 | Ανδρών |
19 | 1994-06-30Ελλάδα 83–84 Γερμανία | Διεθνές Τουρνουά | Ανδρών |
19 | 1995-06-22Ελλάδα 73–89 Λιθουανία | Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1995 | Ανδρών |
19 | 1995-06-23Ελλάδα 67–61 Ιταλία | Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1995 | Ανδρών |
Τίτλοι με την Εθνική Ελλάδας
- Χρυσό μετάλλιο : Ευρωμπάσκετ 1987
- Αργυρό μετάλλιο : Ευρωμπάσκετ 1989
Ατομικοί
- 2 φορές Καλύτερη πεντάδα Ευρωμπάσκετ: 1993, 1995
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Φάνης Χριστοδούλου, στατιστικά στοιχεία αθλητή στον επίσημο ιστότοπο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης (Ελληνικά).
- Φάνης Χριστοδούλου, βιογραφικό στο Olympionikes.gr
- Οι υποψήφιοι για το FIBA Hall Of Fame
- «Φάνης Χριστοδούλου: I did it my way!»
- Στον (βιο)ρυθμό του 1987!
Νεανικοί σύλλογοι | |
---|---|
– 1983 | ![]() |
Στοιχεία καριέρας | |
Ντραφτ | 1987 / Γύρος: 4ος / Επιλογή: 90η |
Ομάδα ντραφτ | Ατλάντα Χοκς |
Αθλ. καριέρα | 1983 – 1998 |
Θέση | Πάουερ φόργουορντ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
1983-1997![]() 1997-1998 ![]() |
|
Εθνικές ομάδες | |
Ως παίκτης: | |
1982 – 1983 | ![]() |
1983 – 1984 | ![]() |
1983 – 1997 | ![]() |
Φάνης, Μπέμπης Για Μία Ζωή
Ήμουν στην τρίτη σεζόν μου στον Πανιώνιο, όταν οι παράγοντες της ομάδας, είχαν στρέψει τα βλέμματά τους σε έναν νεαρό που εντυπωσίαζε στα ανοικτά γήπεδα της Αθήνας.
Η διοίκηση, με προεξέχοντες τον Ανδρέα Βαρίκα, τον Παύλο Κορκίδη και τον κυρ-Αργύρη Κορωναίο, έφορο της ομάδας, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μία γενναιόδωρη κίνηση για αυτόν τον πιτσιρικά.
Το όνομα του Φάνη Χριστοδούλου είχε ήδη κυκλοφορήσει στην μπασκετική αγορά, ως ένα αυθεντικό ταλέντο, από την Δάφνη.
Έδωσαν σε αντάλλαγμα κάποιους παίκτες και τον Μάκη Δενδρινό, ως προπονητή, πληρωμένο για μία χρονιά. Ο Μάκης αγωνιζόταν ακόμη, όμως ήδη εργαζόταν ως κόουτς στα τμήματα υποδομής και βοήθησε για μία σεζόν την Δάφνη.
Ο Πανιώνιος δεν είχε την οικονομική επιφάνεια να καταβάλλει ένα μεγάλο ποσό στη ομάδα του Φάνη, η οποία κυρίως ζητούσε παίκτες, έστω και αν δεν είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Α΄ Εθνική, το 1983.
Ήμουν δύο χρόνια μεγαλύτερός του. Γνωριστήκαμε για πρώτη φορά ένα απόγευμα στο ιστορικό κλειστό της Αρτάκης, όμως «δέσαμε» αμέσως.
Ήταν μεν σε διαφορετικό επίπεδο από την κορυφαία κατηγορία, καθώς κατά κύριο λόγο αγωνιζόταν σε ανοικτά γήπεδα.
Ωστόσο, το ταλέντο του ξεχώριζε και ενσωματώθηκε και στην εφηβική ομάδα του Πανιωνίου, με την οποία κατέκτησε το πανελλήνιο πρωτάθλημα, μαζί με τον Γιώργο Γάσπαρη, που επίσης αγωνιζόταν και στους μεγάλους.
Ο Φάνης Χριστοδούλου (αριστερά), μαζί με τους Γιώργο Γάσπαρη, Πρέντραγκ Μπένατσεκ, Χρήστο Χριστοδούλου και Νίκο Λινάρδο, πριν από αγώνα με την ΑΕΚ στο κλειστό της οδού Αρτάκης, τον Σεπτέμβριο του 1989 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Στο ανδρικό τμήμα τον «αγκαλιάσαμε» αμέσως. Ο Δημήτρης Φωσσές ήταν η «μάνα του λόχου», ο Κώστας Μίσσας και οι υπόλοιποι βετεράνοι ήθελαν να βοηθούν τα νέα παιδιά και ο Φάνης αισθάνθηκε αμέσως το οικογενειακό κλίμα του Πανιωνίου.
Ήταν ένα παιδί ιδιαιτέρως ντροπαλό, όμως μέσα στο γήπεδο δεν «κολλούσε» πουθενά.
Με το παιχνίδι του «έλεγε» κάτι σαν «εγώ ήρθα εδώ για να καθιερωθώ» και να επιβεβαιώσει την αξία του, εκπληρώνοντας τις προσδοκίες.
Ήταν φιλότιμος και κάποιες φορές βούρκωνε έπειτα από τα ματς, όταν είτε είχαμε ηττηθεί είτε δεν είχε αποδώσει όπως μπορούσε. Ήταν ένας πολύ ευαίσθητος χαρακτήρας, παιδί της οικογένειας και υπεραγαπούσε τους γονείς του.
Πολύ σεμνός και παρά το αστείρευτο ταλέντο του, η σεμνότητα «βγήκε» και στο γήπεδο, καθώς ήταν πάντα διατεθειμένος να κάνει όλες τις δουλειές στον αγώνα.
Δεν ήταν εγωιστής στο παιχνίδι του, αλλά γεννημένος αλτρουιστής.
Το 1987 ζήσαμε μαζί δύο σπουδαίες στιγμές, αφού πριν από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ με την Εθνική, είχαμε φτάσει με τον Πανιώνιο στη δεύτερη θέση στο πρωτάθλημα, με προπονητή τον συχωρεμένο τον Μάκη Δενδρινό.
Ηττηθήκαμε μεν στον τελικό των πλέι οφς από τον σχεδόν ανίκητο Άρη του Νίκου Γκάλη και του Παναγιώτη Γιαννάκη, όμως είχαμε επιβεβαιώσει ότι ήμασταν μία δύναμη στο ελληνικό μπάσκετ και η καλύτερη ομάδα της Αθήνας.
Ο Φάνης Χριστοδούλου με αντίπαλο τον Παναγιώτη Γιαννάκη, σε αγώνα του Πανιωνίου με τον Άρη / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Φάνης, μέσα από τον Πανιώνιο εξελίχθηκε με τρόπο που ίσως να μην είχε καταφέρει αν είχε μετεγγραφεί σε μία ομάδα του κέντρου.
Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ υπολείπονταν μεν τότε της δικής ομάδας, όμως σαφώς και διέθεταν μεγαλύτερο όνομα και κόσμο, κάτι που ενδεχομένως να είχε επιφέρει στον Φάνη επιπλέον πίεση.
Την εποχή εκείνη, ο Πανιώνιος ήταν μία ανερχόμενη δύναμη που στηριζόταν σε νέους παίκτες και αυτό του έκανε καλό και του έδωσε χώρο και χρόνο να εξελιχθεί και να μεγαλουργήσει.
Ο Φάνης γαλουχήθηκε με τις αρχές και τις αξίες του Πανιωνίου και τον βοήθησε να ολοκληρώσει μία μπασκετική οντότητα, η οποία επιβεβαιώθηκε ξεκάθαρα και με τις επιτυχίες του με την Εθνική.
Αγαπήθηκε από τον Πανιώνιο, αν και δεν ήταν γέννημα-θρέμμα της Νέας Σμύρνης, διότι ο κόσμος ταυτίστηκε μαζί του και για τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία του.
Δεν εκβίαζε μέσα στο παρκέ, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις ικανότητες και τη φήμη του και ήταν σημαντικό το ότι δεν βρέθηκε σε έναν σύλλογο με πιο απρόσωπο περιβάλλον.
Έγινε ένα με την ομάδα και τόσο οι παίκτες όσο και οι παλιοί, ρομαντικοί παράγοντες και φυσικά ο κόσμος τού συμπεριφέρθηκαν με έναν τρόπο που του έδειξαν ότι από την αρχή τον θεώρησαν μέλος της οικογένειας του συλλόγου.
Η σχέση μας ήταν εξαιρετική. Ήμασταν συγκάτοικοι στο Ευρωμπάσκετ του 1987 και είχαμε πάει και μαζί στον στρατό. Δεν κάναμε «κολλητή» παρέα, όμως τον έζησα καλά και συζητούσαμε για πολλά πράγματα, για μπάσκετ και για τη ζωή.
Ήμασταν, βεβαίως, διαφορετικοί. Είχε αυτό το ελάττωμα να καπνίζει από μικρή ηλικία και του έλεγα συνέχεια ότι πρέπει να το κόψει! Εκείνος, ωστόσο, πάντοτε χαμογελούσε και μου απαντούσε απλώς ότι «αυτό δεν γίνεται και κόψε εσύ τις μ……ς»!
Ούτε όταν ήρθε η πρόταση από τους Ατλάντα Χοκς, οι οποίοι τον επέλεξαν στο τέταρτο γύρο και το Νο90 του ντραφτ του ΝΒΑ το 1987, άλλαξε συνήθειες.
Του έλεγα να σηκωθεί να φύγει και να πάει στην Αμερική, όμως στις αποφάσεις του ήταν πάντα σταθερός και δεν άκουγε κανέναν.
Όταν ένα παιδί 22 ετών -εγώ ήμουν 24- γυρίζει και σου λέει ότι «εγώ δεν πρόκειται να πάω στο ΝΒΑ, όσα κι αν είναι τα χρήματα, γιατί δεν θέλω να αφήσω την οικογένειά μου και τους φίλους μου στην πλατεία της Νέας Σμύρνης», κατανοείς ότι δεν ήταν ώριμος ώστε να δει το μέλλον και τις προοπτικές μίας τόσο μεγάλης ευκαιρίας και απόφασης.
Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να γνωρίζει τι θυσίες έπρεπε να κάνει ένας παίκτης για να παίξει στο ΝΒΑ. Η πληροφόρηση δεν ήταν άμεση και δεν εμπιστεύτηκε ένα ένστικτο που θα τον έκανε απλώς να μπει σε ένα αεροπλάνο και να φύγει.
Δεν μπορείς, φυσικά, παρά να σεβαστείς τη στάση και την απόφασή του.
Ο Φάνης αρνήθηκε το ΝΒΑ, όμως με την Εθνική συνάντησε τους σταρ της αμερικανικής λίγκας στο Μουντομπάσκετ του 1994 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα το 1996, όπου αντιμετώπισε και τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Φάνης δεν έβαλε ποτέ την καριέρα του πάνω απ’ όλα. Στόχος του, εκτός από την επιτυχία στο μπάσκετ, ήταν να περνάει και καλά, να ζει.
Αν ο Φάνης έκανε την προπόνηση που έκανε ο Παναγιώτης Γιαννάκης, θα ήταν ακόμη καλύτερος. Ο Γιαννάκης έφυγε να πάει να δοκιμάσει στη Βοστόνη με ένα πόδι.
Ο Χριστοδούλου δεν ήταν ανώριμος. Είχε απλά μία παιδική αθωότητα στον χαρακτήρα του και επιθυμούσε να διασκεδάζει, να περνάει ώρες με τους φίλους του.
Η προοπτική του ΝΒΑ δεν τον έπεισε να αφήσει οικογένεια, φίλους και το τρόπον τινά βόλεμά του και να βρεθεί στην Αμερική.
Το αμερικανικό όνειρο δεν τον έπειθε, αν και ίσως αν τον ρωτήσει τώρα κάποιος να σου πει ότι δεν μετάνιωσε, αλλά του έμεινε μία απορία για το τι μπορεί να είχε καταφέρει.
Είναι ούτως ή άλλως άδικο να βάζουμε τη λέξη «αν» και τις απορίες τύπου «πού θα έφτανε αν δούλευε πιο σκληρά;», στην ίδια πρόταση με έναν πετυχημένο αθλητή.
Είχε μέσα του τόση καλοσύνη που συχνά αυτό δεν συνάδει με τα απαιτητικά σπορ. Ήταν τόσο αλτρουιστής που αυτό ενδεχομένως να ήταν και ο λόγος που δεν πέτυχε και σε κάποιες επιχειρηματικές δραστηριότητές του, εκτός μπάσκετ.
Όταν κάνεις μία ανασκόπηση στην καριέρα του το καταλαβαίνεις και ο ίδιος το έχει κατανοήσει και το έχει αποδεχθεί αυτό.
Μπροστά από τον Γιώργο Μποσγανά, πριν από τον αγώνα με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, στις 19 Σεπτεμβρίου 1996 για την Ευρωλίγκα, στο κλειστό της Γλυφάδας / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Με στεναχώρησε, επίσης, το γεγονός ότι ο Φάνης έριξε «μαύρη πέτρα πίσω του» και απομακρύνθηκε από το μπάσκετ για πάρα πολλά χρόνια.
Δεν ήταν μία συγκυρία έλλειψης ευκαιριών στο μπάσκετ. Αλλά απόφαση λόγω χαρακτήρα.
Αρνήθηκε να δεχθεί τον διορισμό στο Υπουργείο Αθλητισμού, όταν είχε τη δυνατότητα, γιατί επιθυμούσε να γίνει υπαξιωματικός του Λιμενικού.
Ζορίστηκε να το συνεχίσει, όμως, διότι βάσει κανονισμών έπρεπε να κοιμάται κάποια βράδια στη σχολή και δεν το ήθελε αυτό. Αποφάσισε κάποια στιγμή να τα παρατήσει, για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και ήταν φανερό ότι σε κάποια πράγματα δεν ήθελε να πιέζεται.
Ήθελε, παράλληλα, με όσα κάνει, να περνάει και καλά.
Όσα λάθη έκανε, ωστόσο, τα έκανε από την καλοσύνη του, γιατί ακόμη και στις επιχειρηματικές δραστηριότητες του, αυτό που επιθυμούσε πάντα ήταν να βοηθά τους άλλους. Δίχως να σκέφτεται κόστος ή αν οι αποφάσεις του είναι τελικά κάτι που του έκανε καλό ή κακό.
Σε μία από τις λιγοστές δημόσιες εμφανίσεις του, ο Φάνης (ανάμεσα στους Μιχάλη Ρωμανίδη και Παναγιώτη Καρατζά), χαιρετά τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Λευτέρη Κακιούση, στο περιθώριο του φιλικού αγώνα EuroStar της Εθνικής, το 2007 στο ΟΑΚΑ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ήταν ένας παίκτης που ποτέ δεν είχε κανένα άγχος να γίνει ο φυσικός ηγέτης ή να πάρει το τελευταίο σουτ.
Αυτά του έμοιαζαν με «ταμπέλες», ενώ εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν να παίζει το μπάσκετ που ξέρει και να κερδίζει η ομάδα του.
Αυτούς τους ρόλους, πάντως, ο Φάνης τούς επωμίστηκε χωρίς λόγια και τους αφομοίωσε πλήρως, κυρίως όταν σταμάτησαν κάποιοι άλλοι παίκτες όπως ο Τάκης Κορωναίος, που ήταν ηγέτης στον Παναθηναϊκό.
Ξέραμε και οι υπόλοιποι, πάντως, πως ο Χριστουδούλου θα πάρει, τελικά, το κρίσιμο σουτ.
Αυτή την ηγετική φυσιογνωμία δεν την έβγαζε εκτός γηπέδου, με το να είναι απρόσιτος ή να μην μιλάει στους άλλους, σαν βεντέτα. Δεν ήταν απόμακρος. Όσο συγκεντρωμένος στον στόχο του ήταν εντός γηπέδου τόσο προσιτός ήταν εκτός. Μπορούσε να κάνει παρέα με τον οποιονδήποτε.
Δεν ήταν ο κλασικός σταρ μίας ομάδας, που έδειχνε πιο απόμακρος.
Αυτός ο χαρακτήρας τον βοήθησε και εντός παρκέ, ώστε η «ταμπέλα» του ηγέτη που καλώς ή καλώς έπρεπε να φέρει, νσ μην τον φορτώσει με άγχος ούτε του προσέδωσε επιπλέον πίεση στο παιχνίδι του.
Επιπλέον, τον βοήθησε να συνδυάζει τον ηγετικό ρόλο στον Πανιώνιο με τον ελαφρώς πιο συμπληρωματικό που είχε στην Εθνική.
Όταν, όμως, αποχώρησε ο Γκάλης και ο Γιαννάκης πλησίαζε προς το τέλος της καριέρας του, έγινε απόλυτος πρωταγωνιστής και στην Εθνική.
Στην Εθνική, ο κόουτς Κώστας Πολίτης τού είχε δώσει έναν ρόλο πίσω από τον Γκάλη και τον Γιαννάκη στο εκτελεστικό κομμάτι, αλλά πρωταγωνιστικό στην άμυνα.
Ξέραμε κάθε φορά ότι ο Φάνης θα μαρκάρει τον καλύτερο αντίπαλο και εκείνος το είχε αποδεχθεί.
Μπορεί κάποιες φορές να θεωρούσε πως θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερο στην επίθεση, όμως δεν είχε κανένα πρόβλημα με αυτό και ήξερε ότι στο σκοράρισμα όλα αρχίζουν από τον Νικ.
Αυτό το είχε δεχθεί ο Γιαννάκης και το έκανε και ο Χριστοδούλου.
Ο Φάνης, άλλωστε, δεν ήταν ποτέ αγχωμένος μέσα στις τέσσερις γραμμές. Μπορεί απέναντί του να είχε σπουδαία ονόματα της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όμως ποτέ δεν φοβήθηκε κανέναν.
Ο μόνος λόγος να γείρει προς τα κάτω το κεφάλι του ήταν να μην έχει παίξει καλά ή να τον έχουν αδικήσει οι διαιτητές.
Στο Ευρωμπάσκετ του ’87 είχε ενοχληθεί από κάποια φάουλ που του χρέωναν και σε ένα ματς, αν θυμάμαι με την Σοβιετική Ένωση στην πρώτη φάση, είχε πάει στην αγκαλιά του γιατρού του, Κώστα Παρίση και έκλαιγε όταν αποβλήθηκε με πέντε φάουλ.
Δεν φοβόταν ποτέ, όμως, όποιος κι αν ήταν απέναντί του.
Οι (από αριστερά) Νίκος Λινάρδος, Αργύρης Καμπούρης, Παναγιώτης Φασούλας, Μέμος Ιωάννου, Λιβέρης Ανδρίτσος και Φάνης Χριστοδούλου πανηγυρίζουν την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Ευρωμπάσκετ του 1987 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Ο Φάνης Χριστοδούλου ήταν ο ορισμός του αντί-σταρ.
Έπειτα από τόσα χρόνια στα γήπεδα, σαν παίκτης ή προπονητής, συνάντησα πολλούς παίκτες οι οποίοι δεν άξιζαν να θεωρούνται σταρ, έξω από το γήπεδο.
Εκείνος το άξιζε, όμως ο χαρακτήρας του δεν θα του επέτρεπε ποτέ να συμπεριφερθεί ως βεντέτα ή να μην κοιτάξει έναν συμπαίκτη ή αντίπαλο ως ισάξιο άνθρωπο.
Τον έζησα σε νίκες, σε ήττες, σε καταστάσεις εκτός παρκέ, σαν φαντάροι. Ακόμη και στον στρατό μιλούσε σε όλο τον κόσμο, γινόταν «ένα» με όλους και δεν είχε ποτέ μέσα του το «σταριλίκι». Όσο ξεχωριστός είναι σαν άνθρωπος άλλο τόσο ξεχωριστό ήταν και το παιχνίδι του.
Άλλωστε, ποτέ στην Ελλάδα δεν ακούσαμε με βάση την ατάκα «αυτός είναι ο νέος Χριστοδούλου», για έναν νέο παίκτη.
Κάποια στιγμή μπήκε στην ίδια πρόταση το όνομα του Νάσου Γαλακτερού, ως «διαδόχου» του Φάνη. Όμως το ταλέντο του ήταν ασύγκριτο.
Ακόμη και ο πολυσύνθετος Δημήτρης Διαμαντίδης αγωνιζόταν στις θέσεις «1», «2» και «3». Ο Χριστοδούλου, ωστόσο, είχε άλλο σωματότυπο και έπαιζε και στις πέντε θέσεις!
Ούτως ή άλλως είναι ιεροσυλία να συγκρίνουμε και τον Φάνη και τον Γκάλη και τον Γιαννάκη με τους νεότερους παίκτες.
Και γιατί κάθε εποχή είναι ξεχωριστή και διότι ο Φάνης ήταν κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα.
Η διάθεση και η αυτοθυσία του Χριστοδούλου αποτελούσε παράδειγμα για κάθε συμπαίκτη του.
Πολλές φορές, όταν ο εκάστοτε προπονητής ανέθετε τα μαρκαρίσματα στην αρχή ενός αγώνα, ο Φάνης ζητούσε από μόνος του να πάει πάνω στον αντίπαλο σταρ.
«Θα δοκιμάσω εγώ να τον μαρκάρω», ήταν η συνηθισμένη κουβέντα του και δεν δίσταζε να μαρκάρει από πλέι μέικερ ως σέντερ.
Στον τελικό των πλέι οφς του 1987 ζήτησε να μαρκάρει τον Γκάλη.
Συχνά, όμως, ο καθαρά αγωνιστικός εγωισμός του τον οδηγούσε σε λάθος αποφάσεις και χρεωνόταν με φάουλ, κάτι που τρόμαζε τον προπονητή μας, καθώς δεν ήταν καλό ο κορυφαίος παίκτης σου να είναι εκτός ματς από καταλογισμό φάουλ.
Φάνης εναντίον Γκάλη, σε αγώνα Πανιωνίου-Άρη. Στο βάθος διακρίνονται (από αριστερά) οι Νίκος Λινάρδος και Στόγιαν Βράνκοβιτς / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Η κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 1991 προφανώς και είναι η μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του Φάνη στον Πανιώνιο, αλλά και κάτι που δυστυχώς δεν μοιραστήκαμε, όπως το ’87.
Εγώ είχα μία προσωπική διένεξη με τον τότε προπονητή, Βλάντο Τζούροβιτς, και είχα αποχωρήσει από την ομάδα δυόμιση μήνες πριν από τον τελικό με τον ΠΑΟΚ. Τη θέση μου στη 12αδα είχε πάρει ένας πιτσιρικάς που λεγόταν Βασίλης Κικίλιας.
Ακόμη και εκτός ομάδας, είχα επικοινωνία με τους συμπαίκτες μου και ζούσα τον παλμό και την αγωνία τους για τον μεγάλο αγώνα.
Το γυαλί με τον Τζούροβιτς είχε «ραγίσει» και το καλύτερο ήταν να απέχω από τις προπονήσεις. Το καλοκαίρι ζήτησα το δελτίο μου, αποχώρησα και συμφώνησα να παίξω στον Σπόρτιγκ.
Η αποχή μου ήταν κάτι που αποφάσισα ώστε να μην δημιουργηθεί κάποιο θέμα με την ομάδα και να μην διαταράξω τις ισορροπίες της.
Τον τελικό τον παρακολούθησα από την τηλεόραση και ενώ χάρηκα πολύ για τον σύλλογο και για τα παιδιά, στεναχωρήθηκα που δεν ήμουν μαζί τους στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Δεν θα ξεχάσω ότι ο έφηβος τότε, υπουργός μετέπειτα, Βασίλης Κικίλιας, με πήρε στο τηλέφωνο την επόμενη μέρα και μου είπε: «Νίκο, εγώ μπήκα από το “παράθυρο” στη 12αδα και εσύ αξίζεις να πάρεις αυτό το μετάλλιο». Το αρνήθηκα…
Αυτό το Κύπελλο ήταν το επιστέγασμα εκείνης της φουρνιάς του Πανιωνίου και όλοι μας νιώσαμε τη χαρά που είχαν νιώσει οι ποδοσφαιριστές του συλλόγου, όταν εκείνοι είχαν κατακτήσει το Κύπελλο του 1979.
Τότε, όλοι οι παίκτες του παιδικού και του εφηβικού τμήματος της ομάδας μπάσκετ είχαν πάει με τα πόδια από τη Νέα Σμύρνη στο Στάδιο Καραϊσκάκη.
Ο τότε αντιπρόεδρος του Πανιωνίου, Ισίδωρος Κούβελος, πανηγυρίζει με τον Φάνη Χριστοδούλου και τον κόουτς Βλάντο Τζούροβιτς την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας, το 1991 / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Το Κύπελλο του 1991 ήταν για τον Φάνη μία δικαίωση. Δεν ήταν απωθημένο.
Ο ίδιος είχε γευτεί επιτυχίες με την Εθνική και περισσότερο ένας τίτλος με τον Πανιώνιο ήταν μία ηθική δικαίωση για την απόφαση να μείνει τόσα χρόνια στην ομάδα.
Μπορεί να παρέμεινε για άλλα έξι χρόνια στη Νέα Σμύρνη, όμως από εκείνο το σημείο και μετά, χωρίς να τον αγχώνει, θεωρώ ότι μπορούσε να σκεφτεί πιθανή μετεγγραφή του.
Συζητήσαμε πολλές φορές μαζί αυτό το ενδεχόμενο. Θυμόμασταν τις ατάκες του Γιάννη Ιωαννίδη, ο οποίος κάθε καλοκαίρι σκόπευε να κινηθεί για να τον πάρει στον Άρη, όμως του έλεγε πως «για να σε φέρω στη Θεσσαλονίκη πρέπει να ανταλλάξω τρεις ή τέσσερις παίκτες και αυτό είναι αδύνατον».
Περίμενε υπομονετικά ως το 1997, όταν αποφάσισε να μετακομίσει στον Παναθηναϊκό.
Ήταν μία εποχή που ο Φάνης κατάλαβε ότι στον Πανιώνιο δεν έχει να προσφέρει άλλα πράγματα.
Αν και δύο χρόνια πριν είχε οδηγήσει την ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου, χάνοντας από τον ΠΑΟΚ και το 1996, υπό την καθοδήγηση του κόουτς Ντούσαν Ίβκοβιτς, ο Πανιώνιος τερμάτισε τρίτος στο πρωτάθλημα και εξασφάλισε τη συμμετοχή του στην Ευρωλίγκα.
Το 1997 αποφάσισε να συνεχίσει σε μία ομάδα η οποία είχε μεγάλους στόχους, με αυξημένο μπάτζετ και κατόρθωσε στη μία σεζόν στον Παναθηναϊκό να κατακτήσει και ένα πρωτάθλημα.
Με τη φανέλα του Παναθηναϊκού, για πρώτη φορά αντίπαλος του Πανιωνίου, στις 27/10/1997 στο κλειστό της Νέας Σμύρνης και ανάμεσα στους Γιώργο Καράγκουτη και Μάκη Δρελιώζη / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Δέκα χρόνια νωρίτερα, όμως, δεν ήταν εύκολη η μετεγγραφή ενός παίκτη του Πανιωνίου σε άλλη ομάδα του κέντρου.
Την αρχή είχε κάνει ο Κώστας Μίσσας, ο οποίος το 1986 είχε φύγει από τη Νέα Σμύρνη και αγωνίστηκε για δύο χρόνια στον Παναθηναϊκό, πριν επιστρέψει για μία τελευταία σεζόν στον Πανιώνιο και αποχωρήσει από την ενεργό δράση το 1989.
Ο Φάνης πρόσφερε πολλά στον Πανιώνιο και φυσικά έλαβε και πολλά από τον σύλλογο.
Η ταπεινή άποψή μου είναι πως θα μπορούσε να είχε φύγει και νωρίτερα από την ομάδα, όμως τότε δεν ήταν εφικτές οι μετεγγραφές σπουδαίων παικτών από μία μεγάλη ομάδα σε άλλη.
Όταν ο ΠΑΟΚ, με πρόεδρο τον Βεζυρτζή, ζήτησε από τον Πανιώνιο να με παραχωρήσει, η ομάδα μου ξεκαθάρισε ότι η μοναδική περίπτωση για να υπάρξει συμφωνία είναι ο σύλλογος της Θεσσαλονίκης να παραχωρήσει έναν από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες του, τον Νίκο Σταυρόπουλο.
Πάντα βρίσκονταν εμπόδια για την μετακίνηση ενός Έλληνα σε άλλη ομάδα και ο Πανιώνιος ήταν λογικό να ζητά πολλούς αθλητές ως αντάλλαγμα για ένα μεγάλο παίκτη σαν τον Χριστοδούλου.
Ο Φάνης μάλλον καθυστέρησε να φύγει από την ομάδα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχει μετανιώσει ή είχε μεγάλο στόχο να αγωνιστεί σε μία ομάδα που θα του χάριζε τίτλους.
Όμως στον Πανιώνιο είχε πρωταγωνιστικό ρόλο, περνούσε καλά και απολάμβανε το οικογενειακό κλίμα, έχοντας και υψηλές αποδοχές, οι οποίες βεβαίως δεν ήταν αντίστοιχες των ηγετών της «αυτοκρατορίας» του Άρη.
Ο Νίκος Λινάρδος καρφώνει σε αγώνα Πανιωνίου-ΠΑΟΚ, τον Σεπτέμβριο του 1989 στη Νέα Σμύρνη, υπό το βλέμμα του φόργουορντ του “Δικέφαλου”, Άντονι Κουκ / Photo by: Eurokinissi (Action Images).
Το όνομα του Φάνη Χριστουδούλου ήταν, είναι και θα είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό μπάσκετ.
Πάντοτε του έλεγα ότι δεν είναι καλό να χάνεται από τα δρώμενα και χάρηκα ιδιαιτέρως με την απόφασή του να ασχοληθεί με τις εκλογές της ομοσπονδίας, στο πλευρό του Παναγιώτη Φασούλα.
Το μπάσκετ έχει προσφέρει στον Φάνη και το ξέρει και ο ίδιος ότι πρέπει να προσφέρει με τη σειρά του στο μπάσκετ.
Υπάρχουν πολλοί στην Ελλάδα που έχουν πάρει πολλά από το άθλημα και δεν έχουν ανταποδώσει.
Είναι εξαιρετικό να ασχολούνται με το μπάσκετ άνθρωποι που σαν παίκτες έχουν προσφέρει τόσα πολλά και έχουν τον χαρακτήρα να συνεχίσουν να το κάνουν, από άλλο πόστο.
Εύχομαι να βρει έναν τομέα στον οποίο θα είναι χρήσιμος και να προσφέρει όπως ακριβώς έκανε και μέσα στο παρκέ.
Πιστεύω ότι η συνεισφορά του στις εθνικές ομάδες μπορεί να είναι καταλυτική για την επόμενη μέρα του αθλήματος.
Να βάλει μαζί με άλλους παλαίμαχους παίκτες το δικό του λιθαράκι στην ανάπτυξη του σπορ, εκτός των τεσσάρων γραμμών.
Θα ήθελα, βεβαίως, να έχει ασχοληθεί και τα προηγούμενα χρόνια, όμως έστω και λίγο καθυστερημένα, είναι πολύ καλό που ένας πρώην συμπαίκτης του τον «ταρακούνησε» για ένα νέο ξεκίνημα στον χώρο.
Παναγιώτης Φασούλας και Φάνης Χριστοδούλου, τον Ιούνιο του 2017, στην τελετή για τα 30 χρόνια από την κατάκτηση του Ευρωμπάσκετ ’87. Πίσω διακρίνονται και οι Νίκος Σταυρόπουλος, Μιχάλης Ρωμανίδης, Λιβέρης Ανδρίτσος και Αργύρης Καμπούρης / Photo by: Eurokinissi.
Η γενιά η δική μας, από το 1987, αλλά και εκείνη του 2005, των παιδιών που κατέκτησαν τα δύο χρυσά στα αντίστοιχα Ευρωμπάσκετ, πρέπει να δώσουν ένα ερέθισμα και ένα κίνητρο στα νέα παιδιά και να βοηθήσουν να σταματήσει η ξενομανία στην Α1.
Ο Φάνης και πολλά άλλα παιδιά καθιερώθηκαν σε πρωτάθλημα με έναν ή δύο ξένους σε κάθε ομάδα και είναι καλό να ακουστεί η γνώμη ανθρώπων που έχουν υπάρξει πρωταγωνιστές.
Ο ίδιος ο Φάνης, πάντως, μου έχει πει πολλές φορές ότι δεν θέλει να δίνει συμβουλές, γιατί δεν αισθάνεται ειδικός. Θεωρεί πως έχει κάνει πολλά λάθη στη δική του πορεία.
Ωστόσο, εκτός από εκπληκτικός άνθρωπος ήταν και άριστος συγκάτοικος, αν και καπνιστής και πεισματάρης στην απόφασή του να μην δοκιμάσει το 1987 στο ΝΒΑ!
Ήμασταν αντίθετοι χαρακτήρες. Εγώ ήμουν συνήθως εκείνος που τακτοποιούσε τα ρούχα στο δωμάτιο, όμως αυτό μας βοήθησε και ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον.
Θα θυμάμαι και τα χρόνια του στρατού, γιατί για χάρη του αγωνίστηκα για πρώτη φορά σαν σμολ φόργουορντ στο πρωτάθλημα της Αεροπορίας, το οποίο κατακτήσαμε αήττητοι.
Μπορεί να βαριόταν ελαφρώς τις πρωινές προπονήσεις, όμως όταν βρισκόταν στο γήπεδο, έδινε τα πάντα για να νικήσει η ομάδα του και να κάνει καλύτερους τους συμπαίκτες του.
Ήταν το κορυφαίο ταλέντο που εμφανίστηκε στο ελληνικό μπάσκετ. Ο Φάνης ήταν και είναι ένα αιώνιο παιδί, με αδαμάντινο χαρακτήρα και δίχως κανέναν δόλο στην πρώτη σκέψη του.

https://athletestories.gr/fanis-bebis-gia-mia-zoi/
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1987
Φάνης Χριστοδούλου #15, Παναγιώτης Καρατζάς #9, Παναγιώτης Φασούλας #13, Αργύρης Καμπούρης #7, Λιβέρης Ανδρίτσος #12, Νίκος Λινάρδος #8,
Μέμος Ιωάννου #14, Μιχάλης Ρωμανίδης #10, Νίκος Σταυρόπουλος #5, Νίκος Γκάλης #4, Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Νίκος Φιλίππου #11, προπονητής: Κώστας Πολίτης
Στις 14 Ιουνίου 1987 η εθνική ομάδα μπάσκετ κατέκτησε πρώτη φορά στην ιστορία της το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Ήταν ένας άθλος καθώς μέχρι τότε δεν είχε περάσει καν στους 8!
Χιλιάδες Έλληνες είχαν κολλήσει στην τηλεόραση ακόμη και αν δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους μπάσκετ.
Έμαθαν γρήγορα τους κανόνες που αποδείχθηκαν πολύ απλοί. Στο τέλος κερδίζει ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά.
Η διοργάνωση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος έγιναν στην Ελλάδα και στο στολίδι της εποχής το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, που ήταν πάντα κατάμεστο.
O Παναγιώτης Φασούλας με τον Νίκο Γκάλη. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του τουρνουά οι φίλαθλοι συγκεντρωνόντουσαν κάθε βράδυ έξω από το ξενοδοχείο της εθνικής στη Γλυφάδα για να ενθαρρύνει τους παίκτες.
Κατά πολλούς ήταν το πιο δύσκολο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα που έγινε ποτέ. Συνολικά συμμετείχαν 12 ομάδες, μεταξύ των οποίων η πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, που είχαν στο ρόστερ τους μερικούς από τους μεγαλύτερους παίκτες της εποχής.
Πέτροβιτς, Ράτ ζα Ντίβατς για τη μεγάλη των πλάβι σχολή. Βάλτερς, Αλεξάντερ Βόλκοφ, Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, Βλαντίμιρ Τκατσένκο, για την υπερομάδα της ΕΣΣΔ.
Η ελληνική ομάδα αποτελούταν από τους Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου, Καρατζά, Φιλίππου, Καμπούρης, Λινάρδος, Ιωάννου, Ρωμανίδης, Ανδρίτσος, Νίκος Γκάλης και προπονητής ο Κώστας Πολίτης.
Το πρωτάθλημα ξεκίνησε στις 3 Ιουνίου. Η εθνική με πρωταγωνιστές τον Γκάλη, που έβαλε 44 πόντους και τον Παναγιώτη Φασούλα κέρδισε εύκολα τη Ρουμανία με σκορ 109-77.
Στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος η Εθνική κερδίζει την Ρουμανία, ενώ οι σκηνοθέτες της ΕΡΤ απειλούν με απεργία!
Την επόμενη ημέρα η Ελλάδα αντιμετώπιζε την ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν το φαβορί του τουρνουά. Η εθνική κέρδισε με σκορ 81-77 με τον Γκάλη να βάζει ξανά 44 πόντους στο αντίπαλο καλάθι. Τα ξένα μέσα ενημέρωσης, ανέφεραν την επόμενη ημέρα «Ο Γκάλης ισοπέδωσε τη Γιουγκοσλαβία». Μετά από αυτή τη νίκη η Εθνική μπορούσε να ελπίζει ότι θα έφτανε στους οκτώ.
Όταν ρώτησαν τον προπονητή της Σοβιετικής Ένωσης, Αλεξάντρα Γκομέλσκι, γιατί η Γιουγκοσλαβία έχασε από την Ελλάδα τους απάντησε: «Επειδή η Γιουγκοσλαβία δεν είχε τους κατάλληλους παίκτες που θα μπορούσαν να σταματήσουν τον Γκάλη, τον παίκτη του 21ου αιώνα, όπως τον ανέφερε»
Η Εθνική κερδίζει τη Γιουγκοσλαβία, εφημερίδα “Τα Νέα”
Στους επόμενους δύο αγώνες η εθνική έχασε από την Ισπανία με σκορ 89-106 και από την Σοβιετική Ένωση με τρεις πόντους διαφορά.
Χάρη στους 34 πόντους του Νίκου Γκάλη κέρδισε στις 7 Ιουνίου τη Γαλλία και προκρίθηκε στα προημιτελικά, όπου αντιμετωπίσε την Ιταλία. Ο αγώνας έληξε με 90-78 υπέρ της Ελλάδας και χιλιάδες Έλληνες βγήκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την είσοδο μας για πρώτη φορά στην οκτάδα των καλύτερων ομάδων της Ευρώπης.
Ο Νίκος Γκάλης δήλωσε στο τέλος του αγώνα: «Σήμερα δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε. Το είδα στα μάτια των Ιταλών στην προθέρμανση, πριν από τον αγώνα».
Είναι η καλύτερη μέρα της καριέρας σου; τον ρώτησαν. Ναι…μέχρι τον επόμενο αγώνα, ήταν η απάντηση. Όλοι νόμιζαν ότι έκανε χιούμορ, αλλά το εννοούσε.
Νίκης επί της Ιταλίας, Χιλιάδες Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους
Στον ημιτελικό η Εθνική συνάντησε ξανά τη Γιουγκοσλαβία. Ενώ το πρώτο ημίχρονο τελείωσε με την Ελλάδα να είναι 11 πόντους πίσω στο σκορ, το παιχνίδι έληξε με νίκη της εθνικής 81-77. Πλέον οι Έλληνες παίκτες ήταν ένα βήμα από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου αλλά πρώτα έπρεπε να κερδίσουν την πανίσχυρη ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης που την περίμενε στον τελικό.
Και η δεύτερη θέση ήταν μια τιτάνια επιτυχία, αλλά κανείς δεν σκεφτόταν την ήττα. Αυτή η ομάδα έκανε τους φιλάθλους να πιστέψουν ότι δεν υπάρχει όριο στις φιλοδοξίες.
Στον Όλυμπο της δόξας ανέβηκε η Εθνική, αναφέρει η εφημερίδα “Τα Νέα. Προσέξτε το θαυμαστικό στον τίτλο. Σχηματίζει το νούμερο 1.
Στις 14 Ιουνίου στο κατάμεστο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας η Ελλάδα αντιμετώπιζε τους κορυφαίους παίκτες της Σοβιετικής Ένωσης, τον Βάλτερς, τον Βολκόφ, τον εκπληκτικό Μαρτσουλιόνις, και τον θηριώδη Τσατσένκο. Ολόκληρη η χώρα βρισκόταν μπροστά από τις τηλεοράσεις και περίμεναν να πανηγυρίσουν.
Το παιχνίδι ήταν στον πόντο μέχρι το τέλος του αγώνα. Ο Λιβέρης Ανδρίτσος ισοφάρισε στα τελευταία δευτερόλεπτα 89-89 και το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση.
Ο Γκάλης στην αγκαλιά της γυναίκας του και αριστερά ο Αργύρης Καμπούρης.
Στα τελευταία 36 δευτερόλεπτα οι ομάδες ήταν ισόπαλες 101-101.
Ο Αργύρης Καμπούρης κέρδισε φάουλ. Συγκεντρώθηκε για να τις εκτελέσει ενώ οι γυναίκες τον ξεμάτιαζαν από τις τηλεοράσεις για να πάνε όλα καλά!
Ο Καμπούρης έβαλε το νικητήριο καλάθι, εφημερίδα “Τα Νέα”
Έτριψε τα χέρια του με το χαρακτηριστικό του στυλ. Σούταρε εύστοχα και τις δυο φορές και μια χώρα απογειώθηκε στο υψηλότερο βάθρο.
Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο Γολιάθ έχασε από τον Δαυίδ και δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Η Ελλάδα νικάει στον τελικό τη Σοβιετική Ένωση και στέφεται πρωταθλήτρια Ευρώπης
Ο Νίκος Γκάλης πραγματοποίησε μερικά από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του και ανακηρύχθηκε ο πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος.
Δείτε παρακάτω το βίντεο με τα τελευταία λεπτά του αγώνα
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1989
Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Νίκος Γκάλης #4, Δημήτρης Παπαδόπουλος #14, Αργύρης Καμπούρης #7, Ντίνος Αγγελίδης #9, Κώστας Παταβούκας #5, Φάνης Χριστοδούλου #15, Παναγιώτης Φασούλας #13, Νίκος Φιλίππου #11, Λιβέρης Ανδρίτσος #12, Ντέιβιντ Στεργάκος #8, προπονητής: Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου
Δεν πίστευε σχεδόν κανείς μετά το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1987 ότι θα ξανάβλεπε ένα τόσο μεγάλο μπασκετικό θαύμα από την Εθνική Ελλάδας. Είχε μεσολαβήσει η ανώμαλη προσγείωση στο προολυμπιακό του Ρότερνταμ, αλλά και η αποχώρηση του Κώστα Πολίτη, που δύσκολα θα μάντευε ότι δυο χρόνια μετά, στο Ζάγκρεμπ, θα γινόμασταν μάρτυρες, όχι μιας εποποϊίας όπως συνέβη στο ΣΕΦ, αλλά τουλάχιστον μιας επικής βραδιάς. Τότε που είδαμε τον καλύτερο Νίκο Γκάλη όλων των εποχών με τα γαλανόλευκα, την Ελλάδα να νικάει τη Σοβιετική Ένωση και το μετάλλιο να εξασφαλίζεται 100%, καθώς ο αγώνας ήταν ο ημιτελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Στις 20/06/1989 είχε ξεκινήσει το τουρνουά στην τωρινή πρωτεύουσα της Κροατίας, που τότε ήταν ακόμα μια πόλη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ο ανυποψίαστος ταξιδιώτης δεν θα φανταζόταν ποτέ πως όσοι φώναζαν με φανατισμό “Yu-go-sla-vi-a” στη διάρκεια των αγώνων και στο τέλος πανηγύριζαν έξαλλα το χρυσό μετάλλιο, δυο χρόνια μετά θα αφηνίαζαν για τον διαμελισμό της χώρας.

Η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη την αλλαγή του συστήματος διεξαγωγής (οι 16 ομάδες έγιναν 8 και το τουρνουά από 12 ημέρες συρικνώθηκε στο μισό μεταξύ 20 και 25 Ιουνίου), της έφτανε μια νίκη κλειδί στον όμιλο, για να εξασφαλιστεί η πρόκριση στην 4άδα. Και πάλι, όμως, αυτή η μεγάλη νίκη απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μάλιστα είχε στο ρόστερ της τον Άρβιντας Σαμπόνις και προερχόταν από το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, έμοιαζε με ένα θαύμα που ξαναγινόταν μπροστά στα μάτια μας.
Το καλοκαίρι ήταν ‘καυτό’ το 1989, με τα πολιτικά πάθη στα ύψη. Στις 18 Ιουνίου είχαν γίνει οι εκλογές που οδήγησαν αργότερα στη συγκυβέρνηση ΝΔ και (ενιαίου) Συνασπισμού, οπότε η χώρα ήταν λίγο δύσκολο να παρασυρθεί στη δίνη του μπάσκετ όπως το ’87. Το μέγεθος της επιτυχίας, ωστόσο, ήταν ανάλογο. Το δεύτερο μετάλλιο μέσα σε μια διετία ήταν η απόδειξη ότι το μπάσκετ δεν είχε εμφανιστεί σαν κομήτης. Ο ίδιος ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, έπειτα από τη λήξη των αγώνων, παραδεχόταν: “Πριν από δυο χρόνια νόμιζα ότι η Ελλάδα είχε θριαμβεύσει επειδή έπαιζε στο γήπεδό της. Έκανα λάθος. Φέτος μας απέδειξαν ότι μπορούν να τα καταφέρουν και εκτός έδρας. Ανακαλώ”.
Ας θυμηθούμε όμως τι έγινε εκείνη την εβδομάδα στο Ζάγκρεμπ και στην ‘Ντομ Σπόρτοβα’, το κλειστό γήπεδο δηλαδή, που φιλοξένησε τους αγώνες.
Το Ευρωμπάσκετ του… ΝΒΑ
Το Ευρωμπάσκετ των 6 ημερών έγινε ύστερα από απόφαση της FIBA που κράτησε για δυο διοργανώσεις (1989-1991), πριν επανέλθουμε σε τουρνουά των 16 ομάδων το 1993 (και πιο πολλών ακόμη, στη συνέχεια). Δεν θα λέγαμε ότι ήταν μια ευφυής ιδέα της παγκόσμιας ομοσπονδίας, με την έννοια ότι η διοργάνωση έχανε την αίγλη της, έστω κι αν θεωρητικά μιλούσαμε για τις 8 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, άρα ο ανταγωνισμός θα ανέβαινε, εξ ορισμού, στα ύψη.
Οι όμιλοι ήταν δυο. Η Ελλάδα είχε πέσει στο γκρουπ της διοργανώτριας Γιουγκοσλαβίας. Οι ‘πλάβι’ εμφάνιζαν την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών, με τον Ντράζεν Πέτροβιτς στα ντουζένια του και ακόμη τους Τόνι Κούκοτς, Βλάντε Ντίβατς, Ζάρκο Πάσπαλι, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντίνο Ράτζα να τον συνοδεύουν στα μοναδικά του ρεσιτάλ, τον Γιούρε Ζντοβτς σε πρώτη εμφάνιση, τον Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς νεαρό, όχι όμως και τον Σάσα Τζόρτζεβιτς, τον οποίο ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε αποκλείσει, επειδή είχε τσακωθεί με τον Πέτροβιτς σε αγώνα του γιουγκοσλάβικου πρωταθλήματος.
Οι ‘Γιούγκοι’ ήθελαν πως και πως να επιστρέψουν στην κορυφή έπειτα από 12 χρόνια. Όταν κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο, τα έσπασαν πίνοντας τόνους μπύρας στο μπαρ του Πέτροβιτς, ‘Αμαντέους’, με χιλιάδες φιλάθλους στους δρόμους του Ζάγκρεμπ να ανεμίζουν σημαίες της Γιουγκοσλαβίας. Η Γαλλία κι η Βουλγαρία συμπλήρωναν τον όμιλο της 1ης φάσης. Η αποστολή της Εθνικής δεν είχε κάτι πολύ δύσκολο ή περίπλοκο. Της έφταναν δυο νίκες επί της Γαλλίας και της Βουλγαρίας για να προκριθεί στους ‘4’. Προϋπόθεση ότι οι Γιουγκοσλάβοι δεν θα έχαναν από κανέναν.
Στον άλλον όμιλο, επικεφαλής ήταν η Σοβιετική Ένωση, που είχε πάει στο Ζάγκρεμπ με προπονητή τον Λιθουανό Βλάντας Γκάραστας (ο Γκομέλσκι είχε αναλάβει χρέη προέδρου στην ομοσπονδία), με τον Σαμπόνις να επιστρέφει σε Ευρωμπάσκετ (το 1987 ήταν απών) και τον Αλεξάντερ Μπελοστένι επίσης. Οι σωματοφύλακες του Σαμπόνις (Ρίμας Κουρτινάιτις, Βαλντεμάρας Χόμιτσους) ήταν επίσης εκεί, όπως και ο Βαλερί Τιχονένκο, αλλά κι ο ελπιδοφόρος Λετονός γκαρντ Γκούνταρς Βέντρα. Η ΕΣΣΔ είχε αποστρατεύσει Βάλντις Βάλτερς, Βλάντιμιρ Τκατσένκο, Βίκτορ Πανγκράσκιν και τον γερο Σεργκέι Γιοβάισα.
Μαζί με τους Σοβιετικούς, Ιταλοί (με τον Μάικ ντ’ Αντόνι στα 38 να κάνει ντεμπούτο στην εθνική, τον Αουγκούστο Μπινέλι ξανά στις επάλξεις) και Ισπανοί (χωρίς Φερνάντο Ρομάι-Φερνάντο Μαρτίν) θα έτρωγαν τα… μουστάκια τους για τη 2η θέση. Σε ρόλο σάκου του μποξ σε αυτό το γκρουπ η Ολλανδία, πολύ αδύναμη χωρίς τον Ρικ Σμιτς, που ήδη είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο ΝΒΑ με τους Ιντιάνα Πέισερς. Άλλοι 3 παίκτες που αγωνίστηκαν σε αυτό το Ευρωμπάσκετ θα πήγαιναν να βρουν τον Ολλανδό στο ΝΒΑ. Ήταν ο Πέτροβιτς, ο Ντίβατς και ο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, που έφυγαν εκείνο το καλοκαίρι με προορισμό τις ΗΠΑ για να παίξουν σε Πόρτλαντ, Λέικερς και Γκόλντεν Στέιτ αντίστοιχα. Καθώς η FIBA είχε επιτρέψει τη χρησιμοποίηση επαγγελματιών στις διεθνείς διοργανώσεις, δεν υπήρχε πλέον κανένα πρόβλημα. Ο Σαμπόνις πάντως προτίμησε τα δολάρια του τρελού προέδρου της Φόρουμ Βαγιαδολίδ, Γκονθαλό Γκονθαλό, και μετακόμισε στην Ισπανία. Η διπλή εγχείριση στους αχίλειους τένοντές του τον ταλαιπωρούσε και το ΝΒΑ θα τον περίμενε ακόμη 6 χρόνια. Άλλοι, όπως ο Βράνκοβιτς, θα προτιμήσουν την Ελλάδα και τον Άρη. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον… ψήνει ένα βράδυ, για να τον πείσει.
“Το σουτ” του Χριστοδούλου
Αφού έχει φορτώσει το σοβιετικό καλάθι με 45 πόντους (17/31δ, 1/2τρ), ο Γκάλης φεύγει στην επίθεση με το χρονόμετρο να μπαίνει στο τελευταίο λεπτό. Για την ακρίβεια, 55” πριν από τη λήξη. Οι Σοβιετικοί τον προλαβαίνουν, ο Γκάλης προσπαθεί να απεμπλακεί μέσα στη ρακέτα, πατάει έξω από την τελική γραμμή, αλλά σαν άλλος Μάικλ Τζόρνταν στον Στιβ Κερ, πασάρει την μπάλα στον Χριστοδούλου.

Η ελληνική ομάδα είναι πίσω με 78-80. Ο Χριστοδούλου ξέρει πως χρειάζεται ένα τρίποντο. Παίρνει την μπάλα, βγαίνει εξω από τη γραμμή και κάνει ‘το σουτ’. Ο Γκάλης, βλέποντας την μπάλα, σηκώνει τα χέρια πριν αυτή μπει μέσα, σίγουρος για την κατάληξη! Είναι εύστοχο, ναι. Το ταμπλό δείχνει 81-80 και ο Χριστοδούλου έχει πετύχει στο πιο εμβληματικό σουτ της Εθνικής ομάδας μέχρι να έρθει το τρίποντο του Δημήτρη Διαμαντίδη το 2005.
Οι Σοβιετικοί, που έχουν υποφέρει από τον Γκάλη αλλά και την άμυνα της Εθνικής (ο Γιαννάκης στον Μαρτσουλιόνις, ο Χριστοδούλου στον Σάσα Βολκόφ) τα χάνουν. Ο Χόμιτσους κάνει επιθετικό φάουλ, ο Βέντρα βήματα κι έτσι το 81-80 μένει για να υπογράψει τον μεγάλο θρίαμβο.
Ο τελικός με τη Γιουγκοσλαβία, που στον άλλο ημιτελικό νικάει την Ιταλία, δεν έχει τοσο μεγάλη σημασία. Όλοι ξέραμε ότι θα χάσουμε. Το τελικό 77-98 είναι αρκετά βαρύ, παρότι ο Γκάλης πετυχαίνει 30 πόντους και ο Φασούλας 22. Είναι όμως ξεκάθαρη η κλάση των ‘πλάβι’ και του τρομερού Πέτροβιτς, που δίνει μια ακόμη παράσταση με 28 πόντους (7/9δ, 3/4τρ, 5/5β) και 12 ασίστ. Ο Ίβκοβιτς, περιχαρής για την επιστροφή της ομάδας του στον θρόνο της Ευρώπης για πρώτη φορά μετά το 1977, προαναγγέλλει: “Έχουμε μια τρομερή ομάδα. Νομίζω ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε τους Αμερικανούς”. Δεν υποψιάζεται ότι η χώρα του σε δυο χρόνια δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια…
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ολυμπιακοί Αγώνες Ατλάντα 1996
Φάνης Χριστοδούλου, Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας, Φραγκίσκος Αλβέρτης – Ολυμπιακοί Αγώνες Ατλάντα 1996
Τοποθεσία τουρνουά: Ατλάντα (ΗΠΑ)
Συμμετέχουσες ομάδες: 12
Ρεκόρ (Ν-Η): 5-3
Αντίπαλοι στα νοκ-άουτ: Λιθουανία (Προημιτελικός), Κίνα (Θέσεις 5-8), Βραζιλία (Θέσεις 5-8).
MVP:
Δωδεκάδα Εθνικής Ελλάδος: Ευθύμης Μπακατσιάς #4, Κώστας Παταβούκας #5, Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Δημήτρης Παπανικολάου #7, Γιώργος Σιγάλας #8, Λευτέρης Κακιούσης #9, Φραγκίσκος Αλβέρτης #10, Νίκος Οικονόμου #11, Ντίνος Αγγελίδης #12, Παναγιώτης Φασούλας #13, Ευθύμης Ρεντζιάς #14, Φάνης Χριστοδούλου #15.
Προπονητής: Μάκης Δενδρινός.
Η γαλανόλευκη ξεκίνησε με 3-1 ρεκόρ τον πρώτο γύρο, πηγαίνοντας στα προημιτελικά απέναντι στην Λιθουανία, από την οποία γνώρισε την ήττα με 99-66. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες διεθνείς δεν παράτησαν την προσπάθεια και απέδωσαν ωραίο μπάσκετ στους επόμενους αγώνες. Αρχικά επικράτησαν της Κίνας (115-75) και εν συνεχεία έπεσαν πάνω στην οικοδέσποινα Βραζιλία, με την νίκη να χαρίζει την πέμπτη θέση.
Ελλάς-Βραζιλία 91-72: Στο δεύτερο ημίχρονο του εντυπωσιακού αγώνα, η “επίσημη αγαπημένη” παρουσίασε το καλό της πρόσωπο που της έδωσε και την επικράτηση απέναντι στην Βραζιλία.