Σταύρος Τζιωρτζής

Στίβος, 400μ. Εμπόδια
1972, Μόναχο
6η Ολυμπιακή θέση

Ο Σταύρος Τζιωρτζής (γεν. Βαρώσι, Αμμόχωστος, Κύπρος, 15 Σεπτεμβρίου 1948) είναι Κύπριος πρώην αθλητής του στίβου, ολυμπιονίκης και βαλκανιονίκης.

Το 1970, κατέκτησε χρυσό βαλκανικό μετάλλιο στα 400 μ. εμπόδια[2].

Έλαβε μέρος με τα χρώματα της Ελλάδας στην Ολυμπιάδα του 1972 στο Μόναχο[3]. Έφτασε μέχρι τον Τελικό των 400 μέτρων μετ΄εμποδίων των ανδρών, όπου και τερμάτισε 6ος, με χρόνο 49,66. Κατέχει το εθνικό ρεκόρ Κύπρου με χρόνο 49,5 επίδοση που πέτυχε στις 28 Ιουνίου του 1972, στο Νέο Φάληρο.

Σύγχρονη μεγάλη αθλητική μορφή της Κύπρου. Γεννήθηκε στην Αμμόχωστο στις 15 Σεπτεμβρίου 1948. Φοίτησε στο Γυμνάσιο Αμμοχώστου, αποφοίτησε από το Κέντρο Ανωτέρων Σπουδών Αμμοχώστου και στη συνέχεια σπούδασε στην Εθνική Ακαδημία Σωματικής Αγωγής Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του παρέμεινε στην ελληνική πρωτεύουσα, όπου υπηρέτησε ως καθηγητής φυσικής αγωγής και προπονητής αθλητών κλασσικού αθλητισμού.

 

Οδηγήθηκε, σαν μαθητής, στους στίβους από τον λάτρη του αθλητισμού πατέρα του, σαν πρώτος δε προπονητής του τόσο κατά τις γυμνασιακές του σπουδές, όσο και στον Γ. Σ. «Ευαγόρας», με τα χρώματα του οποίου αγωνιζόταν, ήταν ο καθηγητής – προπονητής Α. Πανταζής.

 

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του Σταύρου Τζιωρτζή σε συλλογικούς αγώνες έγινε το 1966, όταν στους επαρχιακούς αγώνες Αμμοχώστου κέρδισε πρώτη νίκη στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (58΄΄.5), δεύτερη νίκη στα 110 μ. μετ’ εμποδίων (15΄΄.6) και δεύτερη στα 400 μ. Στους Παγκύπριους αγώνες του ίδιου χρόνου κατετάγη δεύτερος στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (58΄΄.2).

 

Τον επόμενο χρόνο καθιερώθηκε όχι μόνο στον κυπριακό, αλλά και στον πανελλήνιο και τον διεθνή χώρο. Κέρδισε πρώτες νίκες: Στους διεθνείς αγώνες Ελλάδας – Βουλγαρίας στη Σόφια στα 400 μ. μετ’ εμποδίων, με πανελλήνια εφηβική επίδοση (55”). Στους Πανελλήνιους μαθητικούς αγώνες στα 110 μ. μετ’ εμποδίων (15΄΄.5). Στους Πανελλήνιους εφηβικούς αγώνες στα 400 μ. (51΄΄.2) και στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (55΄ .6, νέα επίδοση αγώνων). Στους τρισυλλογικούς αγώνες στα 400 μ. (51΄΄.2). Στους Παγκύπριους αγώνες ανδρών στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (55΄΄ .4, νέα επίδοση ανδρών) και στα 400 μ. (51΄΄). Στους τριμερείς αγώνες Κύπρου – Θεσσαλονίκης- Κρήτης στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (55΄΄, νέα παγκύπρια επίδοση). Στους επαρχιακούς αγώνες Αμμοχώστου στους δρόμους 110 μ. μετ’ εμποδίων (15΄΄.8), 400 μ. μετ’ εμποδίων (56΄΄.2) και 400μ. (52΄΄.5).

 

Το 1968 πρώτευσε στους Παγκύπριους αγώνες στα 400 μ. μετ’ εμποδίων και βοήθησε τον Σύλλογο του στην κατάκτηση δυο πρώτων θέσεων σε σκυταλοδρομία. Κέρδισε επίσης δυο πρώτες νίκες στους αγώνες Κύπρου – Λιβάνου και δυο τρίτες νίκες στους Πανελλήνιους αγώνες.

 

Πλούσια σοδειά σε νίκες και επιδόσεις συγκέντρωσε και το 1969. Κάθε του νίκη συνοδευόταν από παγκύπρια ή πανελλήνια επίδοση. Στους Πανελλήνιους αγώνες κατέλαβε την τρίτη θέση στα 400 μ. μετ’ εμποδίων, σημειώνοντας κυπριά (ή επίδοση (53΄΄), την οποία βελτίωσε σε αγώνες μεταξύ Κύπρου και εθνικής εν όπλων Ελλάδος (52΄΄.8). Βελτίωσε ξανά την επίδοση στον προκριματικό Βαλκανικών αγώνων (52΄΄.2) και κατετάγη έκτος στον τελικό (53΄΄ .4). Βοήθησε ταυτόχρονα στην κατάκτηση της τέταρτης θέσης από την ελληνική ομάδα στη σκυταλοδρομία 4X400 μ. Στο ίδιο αγώνισμα, με τη δική του πάλι συμμετοχή, η ελληνική ομάδα πήρε την έκτη θέση στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες.

 

Στη δεκαετία του 1970 καθιερώθηκε σαν η μεγαλύτερη και πιο πολυσύνθετη αθλητική μορφή στον βαλκανικό χώρο. Το 1970 κατέκτησε την πρώτη θέση στα 400 μ. μετ’ εμποδίων στους ΚΘ’ Βαλκανικούς αγώνες (50΄΄.7, που ήταν και βαλκανική επίδοση). Δημιούργησε στους ίδιους αγώνες πανελλήνια επίδοση στ ι 400 μ. (47΄΄.4) κερδίζοντας την τρίτη θέση, και βοήθησε στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης στη σκυταλοδρομία 4X40) (3΄. 10΄΄ .0, που ήταν επίσης πανελλήνια επίδοση). Πρώτευσε στους Πανελλήνιους αγώνες ανδρών στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (51΄΄.5, που αποτελούσε επίδοση αγώνων). Με επίδοση αγώνων κέρδισε και τους Παγκύπριους αγώνες, καθώς και τους τριμερείς αγώνες. Στους διασωματειακούς αγώνες δημιούργησε παγκύπρια επίδοση στα 200 μ. μετ’ εμποδίων (25΄΄.2).

 

Με τον νέο χρόνο (1971) άρχισε να προετοιμάζεται για την Ολυμπιάδα τοι Μονάχου (1972), οι δε επιτυχίες του επεκτάθηκαν και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Πρώτευσε στους Μεσογειακούς αγώνες στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (51΄΄) Κέρδισε πρώτη νίκη στους Βαλκανικούς αγώνες στο ίδιο αγώνισμα (51΄΄.5) και τέταρτη στα 400 μ. (47΄΄.4) και πρώτη στους ΝΖ’ Πανελλήνιους αγώνες (51΄΄ .5, που αποτελούσε επίδοση αγώνων). Τον ίδιο χρόνο, σε διεθνείς αγώνες στην Αθήνα, δημιούργησε πανελλήνια επίδοση στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (49΄΄.5). Στην ΚΑ’ Βαλκανιάδα κέρδισε πρώτη νίκη στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (50΄΄.9) και βοήθησε την ελληνική ομάδα στην κατάκτηση της πρώτης θέσης στη σκυταλοδρομία 4X100 μ. και της δεύτερης στη σκυταλοδρομία 4X400 μ. με πανελλήνια επίδοση (3 ΄.08 ΄΄.3).

 

Αποκορύφωμα των επιτυχιών του, που αποτελούσε και τη μεγαλύτερη ολυμπιακή διάκριση Κυπρίου αθλητή στις νεότερες Ολυμπιάδες, ήταν η έκτη θέση που κέρδισε στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου το 1972, στα 400 μ. μετ’ εμποδίων, με χρόνο 49΄΄.66. Με την επίδοση του  αυτή στις 2 Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε και σαν παγκόσμια αθλητική φυσιογνωμία. Την κούρσα του Μονάχου στα 400 μετ εμποδίων κέρδισε ο Άκι Μπούα.

Ακολούθησαν δυο πρώτες βαλκανικές νίκες το 1973 (400 μ. μετ’ εμποδίων και σκυταλοδρομία 4X400 μ.), μια πρώτη στη Βαλκανιάδα του 1974 όπου πέτυχε νέα επίδοση αγώνων στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (50΄΄.11) και μια δεύτερη στη σκυταλοδρομία 4X100 μ., με πανελλήνια επίδοση (40 ΄΄.06).

 

Στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες της Ρώμης (1974) κατέκτησε την τέταρτη θέση στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (49΄΄.71). Τον επόμενο χρόνο, στους Μεσογειακούς αγώνες στο Αλγέρι κέρδισε τρίτη νίκη στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (50΄΄.94). Στη Γενεύη δημιούργησε ελληνική επίδοση στον δρόμο 200 μ. μετ’ εμποδίων (21΄΄.46).

 

Πέρα από τη συμμετοχή του στην Ολυμπιάδα του Μόντρεαλ (1976) τέλειωσε την αθλητική του σταδιοδρομία και με άλλες νίκες: Πρώτη στους Βαλκανικούς του 1978 στα 400 μ. μετ’ εμποδίων, δεύτερη στους ίδιους αγώνες στα 400 μ. (1977 και 1978) και στα 400 μ. μετ’ εμποδίων (1977). Πρώτες νίκες κέρδισε επίσης στους Πανελλήνιους αγώνες του 1977 και στους Παγκύπριους του 1976, του 1978 και του 1979 (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ).

 

Η μαχητικότητα, η ισχυρή θέληση και η επιμονή του Σταύρου Τζιωρτζή, του έδωσαν δίκαια τον χαρακτηρισμό «το λιοντάρι των στίβων». Αποσύρθηκε από τους στίβους το 1981. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ)

http://www.polignosi.com/cgibin/hweb?-A=10285&-V=limmata

 

 

Πέρασαν 40 χρόνια από τότε που τερμάτισε 6ος, με χρόνο 49,66 στα 400 μ. με εμπόδια (Ολυμπιακοί Αγώνες του Μονάχου, 1972), όμως ο Σταύρος Τζωρτζής εξακολουθεί να ασχολείται ενεργά με την αθλητισμό. Τώρα, από τη θέση του καθηγητή στα ΤΕΦΑΑ.

 
Οπως και οι υπόλοιποι συναθλητές του που βρέθηκαν στους Αγώνες του Μονάχου, ο Τζωρτζής δεν ξεχνά την τρομοκρατική επίθεση στο Ολυμπιακό Χωριό. Και όταν του ζητάς να αφήσει πίσω τις δυσάρεστες αναμνήσεις και να θυμηθεί κάτι ευχάριστο, αστείο, τότε ταξιδεύει στο Μόντρεαλ (1976).
«Ημασταν μαζί με τον Γιώργο Παρή. Ενα φανταστικό παιδί. Αθλητής με τρομερές δυνατότητες, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. Είχε πάει στους Αγώνες με εξαιρετική επίδοση. Ομως στον ημιτελικό ήταν αγχωμένος.

 
Να σκεφτείς ότι είχε βάλει τον βατήρα της εκκίνησης ανάποδα. Στο 9ο εμπόδιο, ο Γιώργος σκόνταψε και έπεσε. Εβγαλε τα παπούτσια του και συνέχισε μέχρι που με βρήκε έτοιμο στην σειρά εκκίνησης για τον δικό μου αγώνα και με ρώτησε, «ρε Σταύρο, τι χρόνο έκανα;». Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που άκουγα».
Για τον Τζωρτζή, τα χρόνια που έζησε στον αθλητισμό ήταν ανέμελα. «Η γενιά μου γαλουχήθηκε με τα υγιή ιδεώδη που εκπέμπει ο αθλητισμός. Δεν υπήρχαν οικονομικά κίνητρα. Οταν ο αθλητισμός άρχισε να εμπορευματοποιείται, τότε κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να λειτουργήσω σε αυτές τις συνθήκες» υπογραμμίζει.

https://www.tanea.gr/2012/08/03/sports/xwris-lefta-paleyame-mono-gia-ta-idewdi/

 

Ο Σταύρος Τζιωρτζής αριστερά, με το νούμερο 528 στο Ευρωπαικό Πρωτάθλημα του 1974 στη Ρώμη