Καλαθοσφαίριση
1996, Ατλάντα
5η Ολυμπιακή θέση
Ο Παναγιώτης Φασούλας (γεννήθηκε 12 Μαΐου 1963, Θεσσαλονίκη) είναι Έλληνας πολιτικός και πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής. Από τους κορυφαίους Έλληνες παίκτες όλων των εποχών,[2] ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής ομάδας της Ελλάδας που κατέκτησε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1987 και μέλος του FIBA Hall of Fame.
https://www.olympedia.org/athletes/6094
Αγωνίστηκε με την ελληνική εθνική ομάδα καλαθοσφαίρισης στο ολυμπιακό τουρνουά στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα 1996
https://en.wikipedia.org/wiki/Basketball_at_the_1996_Summer_Olympics
Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 12 Μαΐου του 1963 και υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες καλαθοσφαιριστές και ένας από τους κορυφαίους σέντερ της Ευρώπης. Η καταγωγή του είναι από τα Γρεβενά. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός κι έτσι αναγκάστηκε πολλές φορές να αλλάξει τόπο διαμονής. Σπούδασε Διοίκηση Επιχειρήσεων και μπάσκετ στις Η.Π.Α., στη Βόρεια Καρολίνα (North Carolina State) και στο Τμήμα Γεωλογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.[3]
Καριέρα σε συλλόγους
Π.Α.Ο.Κ.
Οι αθλητικές του δραστηριότητες ξεκίνησαν σε ηλικία 15 ετών, αφού ήταν ιδιαιτέρως ψηλός για την ηλικία του (στα 17 του ήταν 2,09 μ.) και τελικά έφτασε τα 2,14 μέτρα. Οι σκληρές προπονήσεις και τα φυσικά του προσόντα τον έκαναν να κερδίσει γρήγορα μία θέση στην ομάδα. Ο Φασούλας ξεχώριζε κυρίως για τα εντυπωσιακά του κοψίματα και την ικανότητα του στα ριμπάουντ αλλά και στα τελειώματα κάτω από το καλάθι.[4] Όταν καθιερώθηκε στη βασική ομάδα συνέθεσε το καλύτερο δίδυμο ψηλών στην Ελλάδα μαζί με το Μάνθο Κατσούλη. Η ομάδα δεν ήταν πρωταγωνίστρια με τον συμπολίτη Άρη να είναι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο κύριος αντίπαλος των αθηναϊκών συλλόγων που μονοπουλούσαν το πρωτάθλημα. Ο πρώτος τίτλος του Φασούλα ήρθε το 1984 και ήταν Κύπελλο Ελλάδας στον «τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών» που έγινε στη Θεσσαλονίκη και έληξε με 74–70 (ονομάστηκε έτσι γιατί οι παίκτες του ΠΑΟΚ είχαν ξυρίσει τα κεφάλια τους πριν τον αγώνα σε ένδειξη πίστης προς τη νίκη μετά από ιδέα του προπονητή της ομάδας Φαίδωνα Ματθαίου).[5][6][7]
Η μεταγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον Άρη ισχυροποίησε τον μόνιμο ανταγωνιστή και αυτό αποδείκτηκε κίνητρο για τον ΠΑΟΚ να ισχυροποιήσει την ομάδα, κάτι που σταδιακά έγινε οδηγώντας από το 1984 το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας. Φημισμένες είναι οι συναντήσεις των δύο σωματείων από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας οπότε συνήθως κρίνονταν οι περισσότεροι τίτλοι, με τον Άρη να κυριαρχεί σε όλες τις συγκρούσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση για το πόσο αμφίρροπες ήταν οι συναντήσεις, υπήρξε η περίοδος 1990–91, όταν στους 6 αγώνες της χρονιάς (δύο για την κανονική περίοδο και τέσσερις για τα πλέι οφ), οι τρεις κρίθηκαν με έναν πόντο διαφορά (και οι τρεις υπέρ του Άρη), δύο κρίθηκαν στην παράταση (από μία νίκη οι δύο ομάδες) και έναν αγώνα κέρδισε ο ΠΑΟΚ με διαφορά 5 πόντων.[8] Ο Φασούλας αποτελούσε την κολώνα της ομάδας όλα αυτά τα χρόνια και με την είσοδο το 1984 ξένων παικτών στις διεθνείς διοργανώσεις πλαισιώθηκε από ικανούς συμπαίκτες δίνοντας την υπεροπλία στους ψηλούς του ΠΑΟΚ που άρχισε την ανοδική του πορεία σε Ελλάδα και Ευρώπη.[9]
Στον ΠΑΟΚ ο Φασούλας έμεινε από το 1979 έως το 1993 με εξαίρεση τη χρονιά 1985–1986 που έπαιξε στο North Carolina State University. [10] Με το αμερικανικό πανεπιστήμιο ο Φασούλας έπαιξε σε 29 αγώνες έχοντας 2,8 πόντους, 3,4 ριμπάουντ, 1,9 κοψίματα. Σούταρε με 44,1 % δίποντα και 48,8 % στις βολές. Ήταν τρίτος καλύτερος μπλοκέρ της ΑCC.[11] Έπειτα συνέχισε την καριέρα του στον Ολυμπιακό από το 1993 μέχρι το 1999. Το 1986 είχε επιλεγεί στη θέση 37 στον δεύτερο γύρο του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Πόρτλαντ Τρεϊλ Μπλέιζερς, αλλά δεν θέλησε να συνεχίσει την καριέρα του στις ΗΠΑ. Με τον ΠΑΟΚ βρέθηκε στον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1990, αλλά η μετέπειτα κάτοχος του τίτλου Βίρτους Μπολόνια πέτυχε νίκη στην Ιταλία με 77–57 (με το Φασούλα πρώτο σκόρερ της ομάδας με 15 πόντους) που δεν μπορούσε να ανατραπεί στη ρεβάνς.[12][13] Την επόμενη χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων στον τελικό της Γενεύης κερδίζοντας τη Σαραγόσα με 76–72 το 1991, ενώ την επόμενη σεζόν 1991–92 κατακτά και το πρώτο του πρωτάθλημα στην Ελλάδα.[14] Μία δύσκολη στιγμή στην καριέρα του ήταν όταν ο ΠΑΟΚ το 1992 έχασε στα τελευταία δευτερόλεπτα το Ευρωπαϊκό κύπελλο από μια λάθος πάσα του. Επτά δευτερόλεπτα πριν το τέλος του αγώνα, το σκορ ήταν ισόπαλο, ο Φασούλας πήρε το ριμπάουντ και πάσαρε ψηλοκρεμαστά στον συμπαίκτη του. Ένας παίκτης της Ρεάλ έκλεψε την μπάλα, έβαλε καλάθι και η Ρεάλ κέρδισε το κύπελλο με 65–63.[4][15] Η συμμετοχή στο Κύπελλο Πρωταθλητριών την επόμενη χρονιά ήταν η καλύτερη ευκαιρία για το σύλλογο να καταφέρει να κατακτήσει για πρώτη φορά από ελληνική ομάδα το μεγαλύτερο τρόπαιο συλλόγων με το φάιναλ φορ να διεξάγεται στην Αθήνα και αντίπαλο στον ημιτελικό τη Μπένετον Τρεβίζο. Στην αρχή του παιχνιδιού, ο Φασούλας άρχισε να «φορτώνεται» με φάουλ και είχε ήδη τρία πριν από τη συμπλήρωση του πεντάλεπτου. Ο ημιτελικός χάθηκε στις λεπτομέρειες (τελικό αποτέλεσμα 77–79) και η ιταλική ομάδα προκρίθηκε στον τελικό. [16][17]
Ολυμπιακός
Η μεταγραφή του στους Πειραιώτες το 1993 ακολουθώντας το παράδειγμα του Γκάλη που είχε πάει σε αθηναϊκό σύλλογο και μαζί με τη μετακίνηση του Γιαννάκη στον Πανιώνιο την ίδια χρονιά μετέφεραν την μπασκετική πρωτεύουσα, στην αθηναϊκή μεγαλούπολη.[18][19] Στον Ολυμπιακό, την καινούργια ομάδα του, ο Φασούλας έπαιξε στο πλευρό μεγάλων παικτών όπως Ζάρκο Πάσπαλι, Ρόι Τάρπλεϊ, Ντράγκαν Τάρλατς και βελτίωσε αξιοσημείωτα το παιχνίδι του. Ο Πειραιώτικος σύλλογος ήταν ο πρωταθλητής του 1993 και συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα καλαθοσφαίρισης φτάνοντας στο φάιναλ φορ του Τελ Αβίβ, μετά την αλλαγή του τρόπου διεξαγωγής της διοργάνωσης και τη συμμετοχή περισσότερων της μίας ομάδας από κάθε χώρα. Αντίπαλος ο Παναθηναϊκός του Κώστα Πολίτη που είχε ισχυροποιηθεί σημαντικά με την παρουσία των Νίκου Γκάλη, Αλεξάντερ Βολκόφ και τον Στόγιαν Βράνκοβιτς– τον δυσκολότερο αντίπαλο που είχε συναντήσει στην καριέρα του κατά δική του δήλωση. Ο ελληνικός «εμφύλιος» του ημιτελικού υπό την παρουσία χιλιάδων εκδρομέων ήταν συγκλονιστικός με το Γκάλη σημαντικά περιορισμένο από τον προπονητή του Ολυμπιακού και τέως στον Άρη Γιάννη Ιωαννίδη (8 πόντοι) και τους ερυθρόλευκους να επικρατούν με 77–72 με 13 πόντους του Φασούλα. Στον τελικό η Ζουβεντούτ Μπαδαλόνα που δεν θεωρούταν φαβορί επιβλήθηκε με 59–57 με σουτ της τελευταίας στιγμής.[20][21][22] Την αμέσως επόμενη χρονιά ο δεύτερος ελληνικός ημιτελικός μεταξύ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού το 1995 στη Σαραγόσα (νίκη των ερυθρόλευκων με 58–52), είχε την ίδια κατάληξη με του Τελ Αβίβ. Όπως κι ο τελικός, που τον έχασε ο Ολυμπιακός, όπως το 1994, από τη Ρεάλ Μαδρίτης του Άρβιντας Σαμπόνις. Στον τελικό ο Φασούλας δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στον κορυφαίο αντίπαλό του, ο οποίος σημείωσε 23 πόντους στο 73–61.[23][24][25]
Με τον Ολυμπιακό ο Φασούλας κέρδισε 4 συνεχόμενα πρωταθλήματα (με πρώτο το 1994), δύο κύπελλα και το 1997 κατέκτησε στη Ρώμη το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Προπονητής ήταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς με τον οποίο ο Φασούλας δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις από την τελευταία χρονιά του στον ΠΑΟΚ.[4][18]
Διεθνής καριέρα
Υπήρξε μέλος της Εθνικής Ομάδας μπάσκετ ανδρών της Ελλάδας για 17 χρόνια. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που συμμετείχε ήταν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1983, όπου η Ελλάδα κατετάγη μόλις 11η, ο ίδιος όμως ήταν πρώτος στα κοψίματα με 20, ενώ είχε μέσο όρο 6,3 πόντους δίνοντας ελπίδες για το μέλλον.[26] Στις 23 Νοεμβρίου 1984 στον αγώνα Ελλάδας-Γαλλίας 94–90, που ήταν το πρώτο παιχνίδι στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986 ο Φασούλας είχε κάνει 15 κοψίματα, ρεκόρ καριέρας και Εθνικής.[27] Δεν αγωνίστηκε στην τελική φάση της διοργάνωσης λόγω της απουσίας του στην Αμερική.
Ήταν από τους πρωταγωνιστές της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στις 14 Ιουνίου του 1987 μαζί με τον Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Φάνη Χριστοδούλου, που η συγκυρία τους ήθελε να αγωνίζονται σε διαφορετικές θέσεις. Στο πλευρό τους, ωστόσο, την ίδια στιγμή είχαν μία εξαιρετική φουρνιά παικτών που τους συμπλήρωνε ιδανικά. Στον εναρκτήριο αγώνα με τη Ρουμανία (3 Ιουνίου, μπροστά σε 8.000 θεατές) το αποτέλεσμα ήταν μία εύκολη νίκη 109–77 με 20 πόντους του Φασούλα. [28][29] Η Ελλάδα είχε όμως δυσκολότερους αντιπάλους στη φάση των ομίλων, την πρωταθλήτρια Ευρώπης Σοβιετική Ένωση (από την οποία έχασε με 69—66), τη Γιουγκοσλαβία, την Ισπανία (από την οποία έχασε σχετικά εύκολα με 106—89) και τη Γαλλία (νίκη με 82—69), με τις δύο ήττες να την οδηγούν στην τέταρτη θέση του ομίλου με πρώτη τη σοβιετική ομάδα.[30][31] Το μεγάλο άλμα της ομάδας έγινε στον προημιτελικό με την Ιταλία, γεγονός που έστειλε την ομάδα στην τετράδα με τη νίκη με 90—78. Η δεύτερη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας στον ημιτελικό με 81—77 (με 11 πόντους του Φασούλα) και ο συγκλονιστικός τελικός με τη Σοβιετική Ένωση που κρίθηκε στην παράταση με δύο βολές του Αργύρη Καμπούρη ολοκλήρωσαν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του αθλητισμού και ήταν η αρχή για μία διαφορετική πορεία του μπάσκετ τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Ο Φασούλας σημείωσε 12 πόντους στον τελικό, ήταν πρώτος στα κοψίματα στη διοργάνωση με 43[32] και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη πεντάδα. Με μέσο όρο 12,3 πόντους ήταν ο τρίτος καλύτερος σκόρερ της Ελλάδας.[33][34][35] Στον πρόλογο στο βιβλίο του “87 Τίποτα δεν μας σταμάτησε” (κυκλοφόρησε το 2017) έγραφε: «Νομίζω ότι δεν υπάρχει Έλληνας που έχει ζήσει αυτό το πανηγύρι και δεν θυμάται πού ακριβώς βρισκόταν μόλις ολοκληρώθηκε ο τελικός με τη Σοβιετική Ένωση. Ήταν η πρώτη φορά, που η Ελλάδα αισθάνθηκε ικανή, που κατάλαβε ότι μπορεί κάπου να πρωταγωνιστήσει τόσο πολύ, ώστε στο τέλος να είναι πρώτη απ’ όλους. Ανυποψίαστοι ήμασταν όλοι. Κι εμείς που παίζαμε, κι αυτοί που έρχονταν να μας δουν, ή μας παρακολουθούσαν από την τηλεόραση. Ανυποψίαστοι, αθώοι αλλά και έτοιμοι να αποδεχθούμε τις προκλήσεις μία προς μία».[36]
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1989 είχε επίσης πολύ καλές εμφανίσεις και μέσο όρο πόντων 13,4 ήταν μαζί με το Γιαννάκη δεύτερος σκόρερ της Εθνικής. Σημείωσε 18 πόντους στο σημαντικό δεύτερο αγώνα απέναντι στη Γαλλία (80—74), 10 στον τρίτο με τη Βουλγαρία (103—73), έδωσε μάχες με τον Άρβιντας Σαμπόνις στον ημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση (81—80, 7 πόντοι), ενώ το καλύτερο παιχνίδι του ήταν στον χαμένο τελικό με τη Γιουγκοσλαβία (98—77, 22 πόντοι). Για πολλούς η επιτυχία της κατάκτησης της δεύτερης θέσης στη διοργάνωση ήταν ισάξια με το χρυσό της προηγούμενης, μιας και επαναλήφθηκε η νίκη επί των Σοβιετικών που ήταν χρυσοί Ολυμπιονίκες την προηγούμενη χρονιά, η δε Γιουγκοσλαβία στην έδρα της και παγκόσμιοι πρωταθλητές την επομένη. [37][38][39] Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1990, το πρώτο της καριέρας του, είχε μέσο όρο πόντων 11,9, με τη σημαντική αμυντική του παρουσία να συμβάλλει στην κατάκτηση της έκτης θέσης. [40][41] Στις 27 Δεκεμβρίου 1990 αγωνίστηκε για πρώτη φορά με τη Μικτή Ευρώπης σε αγώνα με αντίπαλο την πρωταθλήτρια Ευρώπης Γιουγκοπλάστικα, ενώ συμμετείχε σε δύο ακόμα παιχνίδια της Μικτής, στις 12 Σεπτεμβρίου 1991 απέναντι στην Παλακανέστρο Καντού και στις 27 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με αντίπαλο την Εθνική Γαλλίας στο Παρίσι.[42] Έκανε ρεκόρ καριέρας στο σκοράρισμα φορώντας τη φανέλα της Εθνικής ομάδας στις 7 Ιουνίου 1991 και πιο συγκεκριμένα το «Ιωβηλαίο» στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Στη δεύτερη μέρα του τουρνουά και λίγες μέρες πριν από το Ευρωμπάσκετ της Ιταλίας, η Εθνική ομάδα αντιμετώπισε τη Σοβιετική Ένωση (λίγους μήνες πριν από τη διάσπαση) και μάλιστα έφτασε στη νίκη με 93–85. Ένα παιχνίδι όπου έλαμψε ο Παναγιώτης Φασούλας σημειώνοντας ρεκόρ καριέρας φορώντας τη γαλανόλευκη φανέλα. Συγκεκριμένα είχε πετύχει 34 πόντους αφήνοντας πίσω του τον Νίκο Γκάλη, ο οποίος είχε μείνει στους 27 πόντους.[43] Παρέμεινε βασικός πυλώνας τη εθνικής στα επόμενα δύο ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, το 1991 έχοντας μέσο όρο 13,4 πόντους και το 1993 με μέσο όρο 11,7 πόντους και πάλι τρίτος σκόρερ της Ελλάδας.[44][45]
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1994 στον Καναδά ήταν το καλύτερο διεθνές τουρνουά που αγωνίστηκε. Η απουσία του Γκάλη και τα 35 χρόνια του Γιαννάκη τον έχρισαν πρώτο σκόρερ της εθνικής με μέσο όρο 14,1 πόντους ενώ παράλληλα παρέμεινε και ο πρώτος ριμπάουντερ της ομάδας με μέσο όρο 7,2 ανά αγώνα, και την Ελλάδα στην τέταρτη θέση. Σημείωσε 18 πόντους και μάζεψε 10 ριμπάουντ στον πρώτο αγώνα με αντίπαλο τη Γερμανία (68—58), ενώ οι 21 πόντοι που σημείωσε στο Πουέρτο Ρίκο δεν ήταν αρκετοί για τη νίκη που όμως δεν εκτροχίασε την πορεία της ομάδας (αποτέλεσμα 64—72). Στις κρίσιμες συναντήσεις με τον Καναδά και την Κίνα πήρε 18 πόντους και μάζεψε 8 ριμπάουντ στον πρώτο (74—71) και 20 πόντους και 6 ριμπάουντ στο δεύτερο (77—61). Οι δύο αυτές συνεχόμενες επιτυχίες έβαλαν την Ελλάδα στη τετράδα, όπου οι ήττες από Αμερικανούς και Κροάτες δεν ήταν έκπληξη. Πριν την έναρξη της διοργάνωσης ο Φασούλας είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ομοσπονδιακό τεχνικό Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου που εξανάγκασε τον τελευταίο σε παραίτηση και τον Μάκη Δενδρινό να αναλαμβάνει τα ηνία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.[46][47][48]
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1995 ήταν δεύτερος σκόρερ της εθνικής με μέσο όρο 10,4 πόντους και πρώτος ριμπάουντερ όπως πάντα με μέσο όρο 8,6 ανά αγώνα (τέταρτος στη διοργάνωση[49]). Στον κρίσιμο αγώνα με την Ισπανία (30 Ιουνίου, αποτέλεσμα 66—64) ήταν ο κορυφαίος της συνάντησης με 20 πόντους και 11 ριμπάουντ. Στο συγκλονιστικό ημιτελικό με τους Γιουγκοσλάβους στις 1 Ιουλίου στο ΟΑΚΑ, έδωσε μεγάλες μάχες στα καλάθια και σημείωσε 14 πόντους και μάζεψε 10 ριμπάουντ. Το τελικό 52—60 άφησε την ελληνική ομάδα με πολλά παράπονα από τη διαιτησία και ο μικρός τελικός εκτός βάθρου.[50][51] Ήταν μέλος της Εθνικής ομάδας που για πρώτη φορά αγωνίστηκε σε Ολυμπιακούς Αγώνες το 1996. Η φανέλα του επιλέχθηκε από τη FIBA ως ανάμνηση της ελληνικής αποστολής για να διακοσμεί το Naismith Memorial Basketball Hall of Fame. Είναι δεύτερος σε συμμετοχές στην εθνική μετά τον Παναγιώτη Γιαννάκη με 244 συμμετοχές και 2.384 πόντους. Τελευταίο του παιχνίδι με το εθνόσημο στο στήθος ήταν στον μικρό τελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Αθήνας το 1998 με αντίπαλο την ομάδα των ΗΠΑ (9 Αυγούστου 1998) όπου η εθνική ομάδα είχε ηττηθεί με 84–61 και είχε τέσσερις πόντους.[10][14]
Εκτός γηπέδων
Την περίοδο 1978 – 1982 ήταν μέλος της ΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας), ενώ ασχολήθηκε ενεργά και με τον αθλητικό συνδικαλισμό. Υπήρξε συνιδρυτής του ΠΣΑΚ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητών Καλαθοσφαίρισης) του οποίου διετέλεσε πρόεδρος για μία δεκαετία. Το 1990 εκλέχθηκε πρώτος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης με το συνδυασμό του Δημήτρη Φατούρου. Στις βουλευτικές εκλογές του 2000 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στην Α΄ Περιφέρεια Πειραιά. Το 2004 ήρθε και πάλι πρώτος σε σταυρούς στην ίδια περιφέρεια, χωρίς, όμως, να καταφέρει να εκλεγεί λόγω του εκλογικού νόμου. Στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές της 15 Οκτωβρίου του 2006 εκλέχτηκε Δήμαρχος Πειραιά.[52]
Στις 8 Ιουλίου του 1995 νυμφεύθηκε τη Μάσα Ζαχαρία – πρώην μοντέλο – και απέκτησαν μία κόρη, τη Μαριέλλα (1997) που ακολουθεί τα χνάρια του στον κόσμο του αθλήματος, και έναν γιο, τον Γιάννη (2000).[3][53]
Στις 27 Αυγούστου 2016 εισήχθη στο Hall of Fame της FIBA. Με αυτόν τον τρόπο έγινε ο δεύτερος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που γνώρισε αυτή την τιμή, ύστερα από τον Νίκο Γκάλη, ο οποίος μπήκε το 2007.[10][54]
Τίτλοι
- 5 x Πρωταθλήματα Ελλάδος
- με την ομάδα του ΠΑΟΚ : 1992
- με την ομάδα του Ολυμπιακού : 1994, 1995, 1996, 1997
- 3 x Κύπελλα Ελλάδας
- με την ομάδα του ΠΑΟΚ : 1984
- με την ομάδα του Ολυμπιακού : 1994, 1997
- Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης με τον ΠΑΟΚ: 1991
- Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης με τον Ολυμπιακό : 1997
Ατομικές διακρίσεις
- Καλύτερη πεντάδα Ευρωμπάσκετ : 1987
- 2 x Πρώτος στα κοψίματα σε Ευρωμπάσκετ : 1983, 1987
- 3 x All Star FIBA: 1990, 1991, 1995
- Ευρωπαϊκό Αστέρι FIBA: 1996
- Πρώτος στα ριμπάουντ το Ελληνικό Πρωτάθλημα : 1987
- Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) στους Ελληνικούς τελικούς : 1992
- 2 x Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) στο Ελληνικό Πρωτάθλημα : 1994, 1995
- 2 x Πρώτος στα κοψίματα στο Ελληνικό Πρωτάθλημα : 1994, 1997
- Hall of Fame της FIBA : 2016
Εθνική Ελλάδας
- Χρυσό μετάλλιο: Ευρωμπάσκετ 1987
- Αργυρό μετάλλιο: Ευρωμπάσκετ 1989
- Συμμετοχές: 244
- Πόντοι: 2.384
- Μ.Ο.: 9,8
Πηγή: FIBA
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
- Παναγιώτης Φασούλας, επίσημος ιστότοπος.
- Παναγιώτης Φασούλας, στατιστικά στοιχεία αθλητή στον επίσημο ιστότοπο της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης (Ελληνικά).
Σπορ ιστορίες: Παναγιώτης Φασούλας (Μέρος: 1) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Σπορ ιστορίες: Παναγιώτης Φασούλας (Μέρος: 2) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
Σπορ ιστορίες: Παναγιώτης Φασούλας (Μέρος: 3) (Αρχείο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ)
- Στον (βιο)ρυθμό του 1987!
τοιχεία καριέρας | |
---|---|
Ντραφτ | 1986 / Γύρος: 2 / Επιλογή: 37η Πόρτλαντ Τρέιλ Μπλέιζερς |
Αθλ. καριέρα | 1981–1999 |
Θέση | Σέντερ |
Καριέρα σε συλλόγους | |
1981–1993![]() 1993–1999 ![]() |
|
Εθνικές ομάδες | |
Ως παίκτης: | |
1981 – 1982 | ![]() |
1981 – 1998 | ![]() |
Μα, ποιος είστε επιτέλους κύριε Φασούλα;
Η ‘αράχνη’ του ελληνικού μπάσκετ κουβαλάει το ΟΝΕΜΑΝ πίσω από τις πιο πολυσυζητημένες γωνιές του ιστού της. Ιστορίες που θα πλήρωνες όσο-όσο για να ακούσεις από κοντά.
Μια μέρα πριν το δευτεριάτικο ραντεβού με τον Παναγιώτη Φασούλα στο The George, στο μπαρμπέρικο που κουρευόμαστε και οι δύο, πράγμα λογικό για τον ίδιο που μένει στα νότια αλλά όχι και για μένα που μένω στο Παγκράτι, διάβαζα λέξη-λέξη την ιστορική συνέντευξή του στον Νίκο Παπαδογιάννη στο Τρίποντο το ’91. Ο Φασούλας διερρήγνυε τα ιμάτιά του ότι δεν θα ξαναπαίξει στον ΠΑΟΚ, νιώθοντας διαρκώς μια δαμόκλειο σπάθη πάνω από το κεφάλι του εξαιτίας της τάσης των ΠΑΟΚτζήδων να τον θεωρούν υπαίτιο για όλα τα στραβά της ομάδας. Παρ’ όλ’ αυτά, έπαιξε για άλλα δύο χρόνια με τον δικέφαλο στο στήθος πριν κατηφορίσει στον Πειραιά για να κατακτήσει τέσσερα πρωταθλήματα Ελλάδας και ένα Ευρώπης με τον Ολυμπιακό.
Η μόνη διαφορά μεταξύ του χολωμένου τύπου εκείνης της συνέντευξης και αυτού της παρούσης, 24 χρόνια μετά, ήταν το μήκος των μαλλιών του. Άντε και το χρώμα. Λίγο.
Τα 213 εκατοστά του είναι ένα είδος εθνικής κληρονομιάς. Πολλοί εξ ημών αγνοούμε το ακριβές μας μπόι, αλλά ξέρουμε ότι ο Φασούλας είναι 2,13. Καταδικασμένος να ξεχωρίζει είτε λόγω ύψους είτε λόγω του δικού του τρόπου να ζυγίζει το μπάσκετ, τα παρελκόμενα και το πώς προστίθενται και σερβίρονται όλα αυτά στον ίδιο, ο Πάνι μπήκε ουκ ολίγες φορές στο στόχαστρο των οπαδών του ΠΑΟΚ, στον οποίο πέρασε κοντά δεκαπέντε χρόνια, αλλά και των προπονητών που σκόνταφταν με τα χρόνια στη μη υποδειγματική συμπεριφορά του ως αθλητής.
Το καλοκαίρι του 1994, στην πιο κρίσιμη από τις κρίσιμες κόντρες του, αυτή με τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου μέρες πριν την έναρξη του Μουντομπάσκετ του Τορόντο, ‘ευνοημένος’ βγήκε ο ίδιος, κερδίζοντας -χωρίς να το ‘χει σκοπό- το άτυπο δικαίωμα να περηφανεύεται ότι και το έκανε πάντα με τον τρόπο του και δεν έβλαψε ουσιαστικά κανένα κοινό ή μεγαλύτερο σκοπό. Πριν η εθνική τερματίσει τέταρτη στον κόσμο με ένα ρόστερ που έκανε τη συμμετοχή στο Μουντομπάσκετ να μοιάζει με φοντάν που αποκλείεται να αρνηθείς, και μετά από το επεισόδιο με τον προπονητή, το περιοδικό ΕΝΑ φιλοξενούσε ένα 16σέλιδο αφιέρωμα ‘κριτικής’ στο πρόσωπο του.
Το 16σέλιδο είχε τίτλο ‘Ποιος είστε επιτέλους κύριε Φασούλα;’.
Η συνάντησή μας είχε δύο βασικά μοτίβα. Τον ίδιο να θυμάται και να αφηγείται και τον ίδιο να ακολουθεί με κλειστά μάτια αυτήν την ιεροτελεστία με την ασημένια θήκη του καπνού του. Από εκεί έβγαιναν τα χαρτάκια, από εκεί ο καπνός, πολλές φορές ένιωθα πως από εκεί βγαίνουν και οι ιστορίες που διηγείται. Η επιλογή να τελειώνουμε με τα της πολιτικής πριν χαθούμε στο βυθό μιας εικοσαετίας γεμάτης μπάσκετ ήταν μονόδρομος. Ο Φασούλας ήταν ζεστός, λες και είχε δώσει άλλες δύο συνεντεύξεις από τα ξημερώματα.
“Υπάρχει η γενικότερη μαλακία που λέγεται ‘έχω πάρει πολλά από τον αθλητισμό και θέλω να τα εφαρμόσω στην πολιτική’. Δεν εφαρμόζονται αυτά. Στον αθλητισμό έχεις δέκα ανθρώπους οι οποίοι έχουν μεν προσωπικές στρατηγικές, αλλά θα παίξουν όλοι καλά για να επιτευχθεί πρώτα ο κοινός στόχος και μετά οι επιμέρους. Στην πολιτική δεν είναι έτσι. Στην πολιτική, παίζει ο καθένας για τον εαυτό του, δεν υπάρχει κοινός στόχος”.
Υπόσχομαι ότι αυτό ήταν ό,τι πιο πολιτικό θα διαβάσεις για την επόμενη, πολλή ώρα από το στόμα του πάλαι ποτέ βουλευτή του ΠΑΣΟΚ και δημάρχου Πειραιά.
Index
I. Είστε τελικά ένας ‘προδότης’ του ΠΑΟΚ;
II. Ένας αναρχικός του μπάσκετ;
III. Προσδεθείτε: Μια σειρά από επικά μπασκετικά παρασκήνια
IV. Το αμερικάνικο όνειρο που ακούμπησε, αλλά δεν έζησε
V. Διεθνής, βουλευτής και δήμαρχος
Ι. Είστε τελικά ένας ‘προδότης’ του ΠΑΟΚ;
Ο Φασούλας έπαιξε για πρώτη φορά μπάσκετ λίγο πριν κλείσει τα 16, ηλικία που φαντάζει εξωφρενικά μεγάλη σήμερα, σε μια χώρα τόσο βαθιά συνδεδεμένη με το μπάσκετ που τα πιτσιρίκια γράφονται σε ακαδημίες και ομάδες από τα 7-8 και ονειρεύονται να κάνουν το ένα πέμπτο της καριέρας που έκανε εκείνος.
Στα 16 του, το μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη ήταν ο ΠΑΟΚ, ο Άρης και η ΜΕΝΤ στα ανατολικά προάστια, ενώ κοντά στη Νεάπολη που μεγάλωσε, υπήρχαν ο ΒΑΟ, ο ΠΑΟ Διοικητηρίου και ο Έσπερος Καλλιθέας. Ένας από τους φίλους του στην ΚΝΕ τον πήγε σχεδόν σηκωτό στον Έσπερο Καλλιθέας, αλλά ο Παναγιώτης δεν ενθουσιάστηκε. Για να τον εξιτάρει λίγο περισσότερο με το άθλημα, ο ίδιος φίλος τον πήγε στο Παλέ για να δουν μαζί ένα Άρης-Ολυμπιακός. Στα σκαλιά του γηπέδου, τον εντόπισε ο Ορέστης Αγγελίδης του ΠΑΟΚ και τον πήγε αγκαζέ ως τα γραφεία του Δικεφάλου.
Στα 16 του, ο Παναγιώτης Φασούλας ήταν ήδη 2.09.
“ΠΑΟΚ ήμουν απ’ το σχολείο. Όλοι ΠΑΟΚτζήδες ήταν στο Βαρδάρη, και συνεπώς στο σχολείο μου. Είχαμε κι έναν Αρειανό, κάνα δυο ‘γριές’ κι έναν Ολυμπιακό”.
“Ο πατέρας μου ήταν στρατιωτικός και όταν πήρε μετάθεση για το Διδυμότειχο, αποφάσισε με τη μάνα μου, με έναν πρωτοποριακό τρόπο σκέψης που ακόμα δεν μπορώ να συλλάβω, ότι πρέπει να μείνω στη Θεσσαλονίκη μ’ αυτήν και την αδερφή μου για να παίξω μπάσκετ. Το ’79, το μπάσκετ δεν υπήρχε σε καμία αθλητική εφημερίδα. Η απόφαση τους ήταν αδιανόητη, δεν υπήρχε καμία προοπτική τότε στο άθλημα”.
“Είχε ένα μπαρ ο Γιατζόγλου στη Θεσσαλονίκη, καθόμαστε ένα βράδυ και έρχονται οι παράγοντες του ΠΑΟΚ με τον Κορωναίο, που έχουν φέρει μόλις απ’ τον Παναθηναϊκό. Την τελευταία χρονιά, αυτή με την ήττα απ’ το Σπόρτιγκ, είχαμε βγει δεύτεροι. Τους λέω ‘Παιδιά, εγώ θα φύγω’, με πιάνει ο Κορωναίος, ‘Όχι ρε ψηλέ, πού να πας, εδώ, μαζί θα κάνουμε το ένα το άλλο’, του λέω ‘Τάκη μου εγώ την Πέμπτη φεύγω, δεν υπάρχει περίπτωση να μείνω’. Δεν με πίστευαν, αλλά όντως την Πέμπτη έφυγα. Τη σεζόν που ακολούθησε, ο ΠΑΟΚ βγήκε έκτος”.
“Αν ξαναέπαιζα ένα ματς, αυτό θα ήταν σίγουρα μια ήττα. Θα έπαιζα τον τελικό με τη Ρεάλ Μαδρίτης στη Ναντ (σ.σ. τελικός Κυπελλούχων που κρίθηκε οδυνηρά από μια λάθος πάσα του στο τέλος). Αυτό το παιχνίδι είναι φοβερό case study για την περίπτωσή μου. Χάνουμε σε όλο το ματς και το έχω γυρίσει εγώ. Έχω βάλει 21 πόντους, κάνω τάπες, βγάζω άμυνες και φτάνουμε στην τελευταία φάση. Το ματς είναι ισόπαλο, παίρνω το ριμπάουντ και μένουν επτά δευτερόλεπτα. Φεύγουν όλοι στην επίθεση εκτός απ’ τον Κόρφα που στέκεται πίσω από τον Ρίκι Μπράουν. Δεν μπορώ να τη δώσω αλλού, δεν προλαβαίνω να την κατεβάσω και την πετάω ψιλοκρεμαστά στον Κόρφα (σ.σ. τον μπέρδεψε με τον Μπουντούρη). Την κλέβει ο Μπράουν και τη βάζει. Χαμός. Ήταν κάτι το τραγικό. Δεν έπρεπε να χάσουμε αυτό το ματς, θα είχε ιδιαίτερη σημασία να κερδίσει ο ΠΑΟΚ τη Ρεάλ Μαδρίτης”.
“Δεν έχω δει ποτέ το βίντεο”.
“Αν ο άνθρωπος δεν ευχαριστιέται που παίζει, δεν μπορεί να παίξει. Τα τελευταία χρόνια στον ΠΑΟΚ δεν ήταν ευχάριστα για μένα, όχι γιατί δε μ’ άρεσε ο ΠΑΟΚ, αλλά γιατί ό,τι καλό γινόταν το έκανε κάποιος άλλος, ενώ στα κακά έφταιγα μόνο εγώ. Ήθελα να φύγω διακαώς”.
“Με πετυχαίνουν ΠΑΟΚτζήδες εδώ και με ρωτάνε ‘Γιατί ρε Παναγιώτη άφησες τη Θεσσαλονίκη;’ και όταν τους ρωτάω πίσω, μου λένε ‘Ε, εμάς μας έφερε η ζωή εδώ’. Κι εμένα τι με έφερε; Το περιστέρι; Όταν έρχεται η ώρα ακόμη πιο οι πιο φανατικοί να πάρουν μια απόφαση για τη ζωή τους, να ‘σαι σίγουρος ότι δεν θα μετρήσει ούτε ο ΠΑΟΚ ούτε ο Ολυμπιακός στην απόφαση τους”.
“Δεν έχω ζητήματα να φύγω από οπουδήποτε για να πάω κάπου που νιώθω καλύτερα. Ισχύει και για τη ζωή και για το μπάσκετ. Ήταν συνειδητή επιλογή να σταματήσω στον Ολυμπιακό. Έπαιξα στον ΠΑΟΚ, κάτι δε μου βγήκε, έφυγα και τέλος. Σταμάτησα στα 36, θα μπορούσα να παίξω άλλα δυο χρόνια, αλλά ήθελα να σταματήσω στον Ολυμπιακό”.
“Πες ότι εγώ είμαι προδότης και θέλω να φύγω από τον ΠΑΟΚ. Μου χρωστάνε 170 εκ. δραχμές, δεν μ’ έχουν πληρώσει καθόλου εκείνη τη χρονιά. Αν πάνε στο Παρακαταθηκών και μου βάλουν 23 εκ. στο λογαριασμό, με δεσμεύουν και δεν μπορώ να πάω πουθενά. Με εκδικούνται, μου καρφώνουν το δελτίο στο ταβάνι, παίρνουν το αίμα τους πίσω. Ε, δεν έκαναν ΟΥΤΕ ΑΥΤΟ. (γελάει δυνατά) Με τους τόκους, το ποσό είχε φτάσει στα 280 εκατομμύρια. Τελικά, τους χάρισα όλους τους τόκους και το μισό κεφάλαιο και πήρα 80 εκατομμύρια για να μην τους πάρουν το γήπεδο. Ούτε αυτό το είπανε. Τα περισσότερα λεφτά στον ΠΑΟΚ τα έχω βάλει εγώ. Και δεν τους έχω πάρει και εφάπαξ”.
“Δεν με νοιάζει που έμεινα στην ιστορία ως ‘προδότης’ του ΠΑΟΚ. Θα μπορούσα να κάνω δηλώσεις μετάνοιας, να τους προσκυνάω από το πρωί μέχρι το βράδυ, να το παίζω ΠΑΟΚάρα. Δεν το έκανα. Πραγματικά δε με νοιάζει. Έχει μεγαλώσει μια γενιά παραγόντων του ΠΑΟΚ βασισμένη στο μίσος κατά του Φασούλα. Υπάρχουν άνθρωποι ακόμα το 2015 που κάνουν δηλώσεις εναντίον μου αποδεικνύοντας ότι η βλακεία είναι ανίκητη”.
ΙΙ. Ένας αναρχικός του μπάσκετ;
Δανείζομαι μια ατάκα του από παραπάνω, αυτό το “ήμουν αντιδραστικός ως παίκτης, δεν ήμουν το καλύτερο παιδί, αλλά δεν ήμουν και αληταράς”, και συνεχίζουμε. Το ‘αναρχικός του μπάσκετ’ είναι ένα παρατσούκλι που του κόλλησαν δημοσιογράφοι στα 80s, αλλά δεν δέχτηκε ποτέ με την καρδιά του.
“Παικτικά, δεν ήμουν ο Γκάλης για να βάζω 30 πόντους. Αυτό που έκανα δυστυχώς δεν αποτυπώνεται στα στατιστικά. Αν έκανα την εποχή της εθνικής και του ΠΑΟΚ κάτω από πέντε κοψίματα στο ματς, το θεωρούσα αποτυχία. Πέντε κοψίματα είναι πέντε καλάθια που έχεις αποτρέψει, δηλαδή δέκα πόντοι που δεν έχεις φάει και πέντε εξτρά επιθέσεις στην ομάδα σου. Πώς να αποτυπωθεί στη στατιστική αυτό;”.
“Το μπάσκετ ήταν εντελώς διαφορετικό τότε. Εγώ δεν είχα το άγχος του σκοραρίσματος. Είχα το άγχος να μην κάνω 0/8 προσπάθειες και να μην κάνω φάουλ. Κανείς δεν μπορεί να πει ότι έχασα παιχνίδι γιατί ξενύχτησα το προηγούμενο βράδυ ή γιατί ήμουν τραυματίας. Έπαιξα 21 χρόνια μπάσκετ χωρίς σοβαρό τραυματισμό. Δεν έχανα ματς για ψιλοδιαστρέμματα ή επειδή πόναγε το δαχτυλάκι μου”.
“Ναι, πήγαινα στα μπουζούκια. Γιατί παίζω μπάσκετ δηλαδή; Δεν έβγαινα την Παρασκευή έχοντας ματς το Σάββατο, αλλά μετά το ματς θα πήγαινα, δεν είχα λόγο να μην πάω. Το μπάσκετ είναι αθλοπαιδιά. Οι άντρες παίζουν μπάσκετ για να αισθανθούν καλύτερα, οι γυναίκες παίζουν όταν αισθάνονται καλά”.
“Υπάρχουν άνθρωποι που αντέχουν το τσιγάρο και άνθρωποι που δεν το αντέχουν. Κάπνιζα πολύ όταν έπαιζα. Αλλά εγώ πάντα με τσιγάρο ήμουν, από παιδάκι. Γιατί να το κόψω; Του κάνω του προπονητή; Θα παίξω. Δεν του κάνω; Δεν θα παίξω. Είναι πολύ απλά τα πράγματα. Αν δεν μπορεί να παίξει ο Πέτγουεϊ επειδή ξενύχτησε, δεν θα παίξει. Και το ξέρει πολύ καλά, γι’ αυτό δεν ξενυχτάει. Κι αν το κάνει, φροντίζει να είναι καλά”.
“Δεν υπάρχει νόρμα. Ο Καρλ Λιούις έλεγε ότι πρέπει να κάνει σεξ πριν τρέξει τα 100 μέτρα. Δεν ισχύει το ίδιο για τον αντίπαλό του. Άλλος κάνει σεξ πριν το ματς, άλλος κάνει βάρη, άλλος τρέχει, άλλος κάνει μπάνιο. Ο καθένας έχει τα δικά του”.
“Έχω να παίξω μπάσκετ από τότε που σταμάτησα. Πήγα να ξεκινήσω ξανά, αλλά δεν γινόταν, ήμουν βουλευτής πια και υπήρχε το ασυμβίβαστο. Θα ήταν η μεγαλύτερη επιστροφή. Ο άνθρωπος που έφταιγε για όλα, που έπινε, κάπνιζε και ξενυχτούσε, θα γυρνούσε στα 40. Ήθελα τόσο να το κάνω αυτό. Είχα κάνει κανονική προετοιμασία με το γυμναστή της ομάδας στο Ρέντη, αλλά για να παίξω έπρεπε να κάνω και ένα τυπικό συμβόλαιο. Κρίμα, θα ήταν τρομερό σου λέω”.
“Για να κάνεις πρωταθλητισμό, πρέπει να μπεις στη διαχείριση της δημοσιότητας και της αναγνωρισιμότητας. Αυτό το αντέχουν λίγοι, όχι πολλοί. Το βλέπεις και στην πολιτική. Είναι τύποι 50 χρονών που απέκτησαν αναγνωρισιμότητα τον τελευταίο χρόνο και έχουν σαλτάρει σα 17χρονα παιδάκια που έπαιξαν στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού και έβαλαν γκολ. Ο Αντρέας μπορούσε, γι’ αυτό έφτασε εκεί. Ο Σημίτης μπορούσε. Ο Βαρουφάκης δεν μπορεί, είναι φανερό, είναι σαν πεταλούδα γύρω απ’ το φως. Θα καεί. Ο Τσίπρας θα γίνει πρωταθλητής, δείχνει ότι διαχειρίζεται τη δημοσιότητα”.
“Στα αθλητικά, το διαχειρίστηκε φανταστικά ο Στογιάκοβιτς. Είναι μάθημα για τους πιτσιρικάδες που πάνε στο ΝΒΑ. Μάθημα για το τι θέλουν από τη ζωή τους”.
“Ο Πέτροβιτς πήγε στο ΝΒΑ το ’86 και έκατσε τέσσερα χρόνια στον πάγκο. Ο Σπανούλης δεν ταίριαζε στους Ρόκετς, όπως δεν ταιριάζει και ο Παπανικολάου. Είναι μια ομάδα ετερόκλητη, που ψάχνει να βρει στατιστικά και όχι χημεία. Σε αντίθεση, αυτό που έχει κάνει ο Πόποβιτς στο Σαν Αντόνιο που είναι θεϊκό. Θα ήθελα πολύ να δω τον Παπανικολάου του χρόνου στο Σαν Αντόνιο. Εννοείται ότι θα έπαιζε”.
III. Προσδεθείτε: Μια σειρά από επικά μπασκετικά παρασκήνια
Έχει ζήσει τα πιο μυθικά Άρης-ΠΑΟΚ, έχει ζήσει και πολλά μυθικά ντέρμπι αιωνίων. Έχει υπογράψει στο ξεχαρβαλωμένο βιβλίο της Ιστορίας κατακτώντας το Ευρωμπάσκετ του ’87. Είχε προπονητή τον Ίβκοβιτς, είχε προπονητή τον Ξανθό, παραλίγο να έχει προπονητή για ένα ολόκληρο Μουντομπάσκετ τον Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου. Είναι αυτός που ο ένας από τους δύο ήρωες της ιστορικής φωτογραφίας με τα πούρα και τις γραβάτες (ο άλλος ήταν -ποιος άλλος;- ο Φάνης). Είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να σου λέει ιστορίες για μερόνυχτα και να μη βαριέσαι. Και να περισσεύουν κι άλλες. Και για άλλους συμπαίκτες και για άλλους προπονητές και για άλλους οπαδούς. Δεν έχω γνωρίσει τους Γκάλη και Γιαννάκη, αλλά αμφιβάλλω αν υπάρχει πιο κατάλληλος και πρόθυμος αφηγητής μπασκετικών παρασκηνίων από τον κύριο απέναντί μου.
“Τα ΠΑΟΚ-Άρης είχαν μεγαλύτερο πάθος και ένταση. Η Θεσσαλονίκη είναι διαφορετική. Καταρχήν, το μπάσκετ είναι το άθλημα που της έδωσε μια ξεκάθαρη πρωτιά έναντι στην Αθήνα, ίσως τη μόνη πρωτιά της τα τελευταία πενήντα χρόνια. Για πολύ μεγάλο διάστημα οι Αθηναίοι έβλεπαν τα ΠΑΟΚ-Άρης. Καταλαβαίνεις τι ψυχολογική φόρτιση υπήρχε σ’ εμάς”.
“Για να καταλάβεις τι ανοησίες γίνονταν: Έχω φύγει από την προπόνηση, πάω σπίτι για ένα μπάνιο, δεν έχει ζεστό νερό, καθυστερώ και πηγαίνω για φαγητό με μια γκόμενα σε ένα εστιατόριο. Φάγαμε, φύγαμε, στις 12.30 ήμουν πίσω. Ήταν Πέμπτη και το ματς ήταν το Σάββατο. Ξυπνάω το πρωί και στα ραδιόφωνα γίνεται πανικός, λένε ότι ήμουν πάνω στα τραπέζια μέχρι τα ξημερώματα. Κι εγώ απλά είχα πάει να φάω σε ένα εστιατόριο”.
“Ο ξανθός δεν ασχολιόταν με τα μικρά. Ήταν δίκαιος. Δεν έμπαινε σε διαδικασία ‘δε μ’ αρέσει η φάτσα σου, δεν παίζεις’. Αν έκανες τη δουλειά του, θα σε έβαζε να παίξεις. Αυτό το ξέρουν όλοι οι παίκτες που έχουν περάσει απ’ τα χέρια του. Κι εγώ τσακωνόμουν μαζί του κάθε μέρα, μπορεί να μη μιλούσαμε για ένα μήνα, αλλά δεν έχει καμία επίπτωση αυτό στο παιχνίδι”.
“Με μένα σκοτωνόταν για τα πολιτικά, με ειρωνευόταν στις συγκεντρώσεις τις ομάδας, τον ειρωνευόμουν πίσω, τέτοια πράματα. Του έχω πει ότι είναι τεράστιο λάθος που ο κόσμος τον θυμάται περισσότερο ως πολιτικό πια”.
“Ο καθένας πουλάει ένα παραμύθι στον κόσμο. Αυτός πουλούσε το παραμύθι του σκληρού. Και τι έπαθε ο Σιγάλας δηλαδή; Ο Σιγάλας ήταν ένα παιδί που χρειαζόταν την πίεση για να παίξει. Έπρεπε να ακούει βρισίδι για να μπαίνει μέσα, να παίζει καλά και να βγαίνει τρελαμένος και να λέει ‘τον… τον Ξανθό’. Έβριζε ο ξανθός τον Γκάλη ή τον Τάρπλεϊ; Ήξερε πού τα ‘κανε”.
“Δε μ’ άρεζε να γίνω προπονητής. Πώς να γίνω; Να βάζω κοστούμι και να σχεδιάζω συστήματα και να βάζω τις φωνές σε παίκτες; Θεωρούσα ότι δε θα με γεμίσει αυτό το πράγμα, και γι’ αυτό δεν το έκανα”.
“Ο Ίβκοβιτς είχε το δικό του τρόπο σκέψης. Έχει κάνει μεγάλη καριέρα, απλά δεν τα βρήκαμε ποτέ μαζί. Μπορεί να φταίω εγώ. Δεν είμαστε σκοτωμένοι, θα μιλήσουμε αν βρεθούμε έξω. Πραγματικά προσπαθώ να θυμηθώ πώς και πότε ξεκίνησε όλη αυτή η κόντρα, αλλά δεν μπορώ. Στον ΠΑΟΚ δεν με πολυήθελε πάντως”.
“Τον Κόκκαλη τον γνώρισα όταν κατέβηκα στην Αθήνα. Θα μπορούσε να μείνει λίγο παραπάνω στον Ολυμπιακό. Έφυγε και άφησε πίσω 13 πρωταθλήματα στο ποδόσφαιρο, άφησε το Ρέντη, το Καραϊσκάκη, πρωταθλήματα και ευρωπαϊκά στο μπάσκετ. Ήταν ένας πολύ ευχάριστος άνθρωπος, δεν ήταν απρόσιτος. Το μέγεθός του ήταν τέτοιο, που δεν μας έβλεπε σαν κάτι τύπους που ήρθαμε να του φάμε τα λεφτά. Περνούσαμε ωραία, το κλίμα ήταν φοβερό, κατέβαινε καμιά φορά στα αποδυτήρια να κάνει τις παρατηρήσεις του. Ερχόταν με τη σοβαρή του φάτσα, αλλά στο τέλος τον έπιαναν τα γέλια και άρχιζε τα ‘χοχοχο’. Τον αγαπούσαν όλοι οι παίκτες. Κι άλλοι πρόεδροι πληρώνουν, αλλά τέτοιο σεβασμό δεν ξέρω αν είχε άλλος πρόεδρος πουθενά”.
“Θεωρώ ότι ο Τόμιτς ήταν πολύ καλός συμπαίκτης, αν και για μένα ο καλύτερος ήταν ένας ψηλός, ο Τάρπλεϊ. Η κορυφαία φυσιογνωμία που πέρασε από το ελληνικό μπάσκετ. Έβλεπε το μπάσκετ από 250 μεριές. Σαν προπονητής, σαν παίκτης, σαν θεατής. Δεν έχω δει πιο έξυπνο παίκτη. Αν έπρεπε να βάλει 30 πόντους, θα έβαζε. Αν έπρεπε να πάρει 30 ριμπάουντ, θα τα έπαιρνε. Έκανε αυτό που έπρεπε κάθε φορά”.
“Η διαφορά των ξένων με τους Έλληνες στο ποτό είναι ότι οι πρώτοι πίνουν για να γίνουν σκουπίδια. Έχεις δει πολλούς Έλληνες να γίνονται χάλια; Ο Τάρπλεϊ έπινε για να πιει, δεν έκανε πάρτι. Περιοριζόταν από τη γυναίκα του. Ερχόταν σε ένα περίπτερο στη Γλυφάδα, έστελνε πιτσιρίκια να του πάρουν μπύρες και τις έπινε μες στο αυτοκίνητο γιατί η γυναίκα του δεν τον άφηνε να πιει στο σπίτι”.
“Από τους πιο δύσκολους ψηλούς που αντιμετώπισα ήταν ο Ράτζα, γιατί ήταν πολύ γρήγορος στην κίνησή του, ο Βράνκοβιτς που είχε πολύ γρήγορη αντίδραση και ο Σαμπόνις, που τα είχε όλα, ήταν ο νούμερο ένα. Ψηλότερος από μένα, πιο γρήγορος, πιο δυνατός και ενδεχομένως πιο έξυπνος. Ο Τσατσένκο ήταν απλά πολύ ψηλός, 2.25. Δεν είχε τη γρηγοράδα του Ράτζα στο να σου ξεφύγει, κάπου τον πετύχαινα. Δεν είναι πρόβλημα οι δέκα πόντοι”.
“Νομίζω ότι στην καριέρα μου είχα 3/3 τρίποντα. Ένα με τον Ολυμπιακό, ένα με τον ΠΑΟΚ και ένα με την Εθνική. Δε σούταρα στην προπόνηση, δεν υπήρχε αυτή η λογική για τους ψηλούς. Ψηλός στην Ελλάδα να σουτάρει; 17χρονος στην πεντάδα της εθνικής; Δεν γίνονται αυτά στην Ελλάδα. Οι Γιουγκοσλάβοι που τα έκαναν, δεν ξέρουν”.
IV. Το αμερικάνικο όνειρο που ακούμπησε, αλλά δεν έζησε
Το πρώτο ταξίδι του στην άλλη άκρη του Ατλαντικού έγινε το ’81, όταν έφυγε για σπουδές και μπάσκετ στο ελληνικό κολέγιο της Βοστώνης, μια κατά βάση θεολογική σχολή που απλά έδινε και μερικά major για πολίτες. Από αυτό το κολέγιο έβγαιναν οι παπάδες της ομογένειας. Το κλίμα παραήταν αυστηρό για τον Φασούλα, το πρωτάθλημα στο οποίο συμμετείχε η ομάδα του κολεγίου ήταν ανύπαρκτο και μετά από 1,5 χρόνο ξενιτιάς, η ‘αράχνη’ γύρισε στον ΠΑΟΚ.
Το δεύτερο πέρασμά του απ’ τις Η.Π.Α. θα γίνει τη σεζόν 1985-86, που θα αγωνιστεί με τα χρώματα του North Carolina State. Δεν μπορούσε να μείνει πάνω από έναν χρόνο, αφού αυτός ήταν ο πέμπτος και τελευταίος που είχε δικαίωμα να παίξει στο NCAA. Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά σχετικά με το πόσο ‘τουριστικά’ αντιμετώπισε τα μαθήματα. Είναι αλήθεια. Δεν πήγαινε για τους βαθμούς. Έπαιξε όσο καλά χρειαζόταν για να γίνει ντραφτ. Έγινε ντραφτ στο νούμερο 37 του δεύτερου γύρου από τους Blazers.
“Πηγαίνεις στα μαθήματα για να βγάλεις καλούς βαθμούς και να παίξεις την επόμενη χρονιά. Εγώ δεν είχα κανένα ενδιαφέρον να διαβάζω, γιατί δεν θα ήμουν εκεί του χρόνου. Λογικά λοιπόν έπαιρνα το μάθημα Αγγλικά 1.01 (δηλαδή Αγγλικά για τους Κινέζους, this is a door και τέτοια). Το θέμα είναι ότι το ίδιο μάθημα έπαιρναν και Αμερικάνοι συμπαίκτες μου που απλά πήγαιναν για τους βαθμούς. Φαντάσου. Πηγαίναμε στα μαθήματα τέσσερις ώρες το πρωί. Αστείες καταστάσεις”.
“Όταν ήταν να ταξιδέψουμε για πρώτη φορά εκτός έδρας με το NC State και να παίξουμε στο Σικάγο, δώσαμε ραντεβού στο γήπεδο, όπου μας περίμεναν δυο λεωφορεία με τους ‘υπηρέτες’, κάτι παιδάκια του πανεπιστημίου που έβγαζαν μεροκάματο κουβαλώντας τσάντες, πορτοκαλάδες και τα πράγματα των παικτών. Φτάνουμε στο Σικάγο στις 4 το απόγευμα και παίζουμε την άλλη μέρα στις 8. Λέει ο Βαλβάνο (σ.σ. ο προπονητής της Wolfpack), τα λέμε αύριο στις 3 το μεσημέρι εδώ. Δηλαδή, 23 ώρες μετά! Έχουμε μείνει και κοιτιόμαστε. Το ’84, στο ξενοδοχείο με την εθνική, αφήναμε τα κλειδιά έξω από την πόρτα για να έρθει ο προπονητής ανά πάσα στιγμή να ελέγξει αν είμαστε μέσα. Είναι ζωή αυτή;”.
“Κανείς Ευρωπαίος δεν είχε κάνει καριέρα μέχρι τότε και δεν πίστεψα ότι θα είμαι αυτός που θα τα καταφέρει. Ναι, μετάνιωσα που δεν προσπάθησα. Άμα δεν δοκιμάσεις, δεν ξέρεις. Πολύ πιθανό να μην τα κατάφερνα. Αλλά άμα τα κατάφερνα;”.
V. Διεθνής, βουλευτής και δήμαρχος
Δεν θέλω να μειώσω το έπος του ’87 (και να ήθελα, δεν γίνεται), αλλά ξέρουμε ότι η λατρεία μας για ίντριγκες, παρασκήνια, κουτσομπολιά και κόντρες είναι μεγαλύτερη και πιο διαχρονική από την κατάκτηση ενός τίτλου. Μιλώντας με πολλούς, μπασκετικούς και μη, δημοσιογράφους πριν τη συνέντευξη με τον Φασούλα, συμπέραινα ότι το tag ‘Φασούλας στην Εθνική’ είναι πιο δημοφιλές στη 1994 βερσιόν του, ως αυτός που επέλεξε ο Βασιλακόπουλος να παραμείνει στην εθνική μετά το περίφημο δίλημμα “Ή αυτός ή εγώ” που του έθεσε ο Κιουμουρτζόγλου, παρά ως ο Φασούλας, πχ. του ’87. Σε μια σπαρταριστή περιγραφή, η αράχνη μου εξηγεί όλο το χρονικό του χαμού στο Τορόντο, το τηλέφωνο που έκανε στον Ευθύμη λίγο πριν ο τελευταίος επιστρέψει στη χώρα, την παρεξήγηση που γέννησε το μύθο ότι ο Φασούλας ήθελε να πάει στη Νέα Υόρκη για να αγοράσει έναν ουρανοξύστη. Ευτυχώς, είπαμε και δυο κουβέντες για το ’87.
“Θα ήθελα να ξαναζήσω το κλίμα αυτών των δεκαπέντε ημερών. Ήταν το πιο μαζικό πανηγύρι στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να το συγκεκριμενοποιήσω. Ήταν ένα όνειρο που πήγε καλά απ’ την αρχή ως το τέλος. Ήταν ένα απίστευτο λαχείο να έχεις ζήσει μια τέτοια κατάσταση. Υπάρχουν τύποι που πάνε στο Ιράκ για να ζήσουν την αδρεναλίνη του πολέμου, εμείς ζήσαμε το ’87 χωρίς παραγγελία. Ποιος πολιτικός έχει δει στη ζωή του αυθορμήτως παρατεταγμένο κόσμο από τον Πειραιά ως τη Γλυφάδα, όπως αυτός που μαζεύτηκε για να χειροκροτήσει το πούλμαν της εθνικής;”.
“Τελειώνει ένα φιλικό που είχαμε την Πέμπτη και του λέω ‘Ευθύμη φεύγω’. Μου λέει ότι έχουμε βίντεο, του λέω ‘πλάκα μου κάνεις, δεν έχουμε δει ποτέ βίντεο’. Εν τω μεταξύ, του είχα πει από την Αθήνα ότι στο ρεπό θέλω να πάω Νέα Υόρκη και μου είχε πει εντάξει. Μου λέει ‘Άλλαξαν τα δεδομένα καρντάσι, θα δούμε βίντεο’. Τέλος πάντων, με τα πολλά φεύγω και όταν επιστρέφω, ο Ευθύμης έχει φύγει, δε μιλιέται κανείς, είναι όλοι με τα μούτρα κάτω. Παίρνω τηλέφωνο στο αεροδρόμιο, ζητάω τον Ευθύμη, μου τον δίνουν, του λέω ‘Τι είναι αυτά που κάνεις; Αφήνεις την ομάδα χωρίς προπονητή;’, μου λέει την κουβέντα που έκανε με το Βασιλακόπουλο, το κλείνουμε, μπαίνει στο αεροπλάνο και φεύγει”.
“Εκείνο το φεγγάρι, είχε βγει το περιοδικό ΕΝΑ με ένα 16σέλιδο με τίτλο “Ποιος είστε επιτέλους κύριε Φασούλα;”, στο οποίο με κατηγορούσαν διάφοροι. Από τον τότε δήμαρχο Θεσσαλονίκης μέχρι κάτι παράγοντες. Έρχεται ο Συρίγος και μου λέει ‘Αδερφέ, αν δεν πάμε καλά, θα σε σκίσουν όταν γυρίσουμε’”.
“Κάναμε τη μεγαλύτερη επιτυχία σε Μουντομπάσκετ και έγινε χαμός. Η ομάδα έπαιζε χάλια πριν, ούτε για δωδέκατοι δεν ήμασταν. Μαζευτήκαμε, δημιουργήθηκε κλίμα, παίξαμε όλοι με κοινό στόχο και τα καταφέραμε. Έτσι γίνονται οι ομάδες, όχι με μαστίγια και με ψέματα. Γίνονται με πράγματα που τις δένουν”.
“Έχω κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι δεν ανήκω πια στο ΠΑΣΟΚ. Ουσιαστικά απ’ το ΠΑΣΟΚ, έχω υποστεί μια σιωπηρή διαγραφή, δεν μου έχει εξηγήσει κανείς γιατί δεν καλούμαι ποτέ σε καμία εκδήλωση. ΠΑΣΟΚ ψηφίζω ακόμα”.
“Τα αρχαία χρόνια ήμουν στην ΚΝΕ. Το να είσαι σε μια αριστερή νεολαία τη δεκαετία του ’80 ήταν το must. Μετά ήρθε το μπάσκετ στη ζωή μου πιο έντονα, δεν μπορούσες να ‘σαι διαδηλωτής και παίκτης ταυτόχρονα και δεν συμμετείχα ενεργά πλέον. Το ’89 ψήφισα για πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ κι έμεινα σε αυτό το χώρο για πολλά χρόνια”.
“Έχω μετανιώσει που έγινα δήμαρχος, γιατί δεν άλλαξα κάτι σημαντικό με την παρουσία μου και γιατί έφαγα πολλά παραγωγικά χρόνια από μένα. Η αποτίμηση δεν είναι θετική. Για ποιο λόγο το ‘κανα εγώ αυτό; Μου έλειπε η δόξα; Η αγάπη του κόσμου; Τα λεφτά; Ήταν λάθος επιλογή”.
“Η βουλή δεν ήταν ενδιαφέρουσα όταν ήμουν βουλευτής. Οι βουλευτές δεν βουλεύονταν τότε, ψήφιζαν τη γραμμή του κόμματος. Τώρα εκφράζουν και διαφορετική άποψη. Τότε αν διαφωνούσες, ήσουν αντάρτης και προδότης. Δεν θυμάμαι να ήρθε στη βουλή τόσο κρίσιμο ζήτημα όσο τα μνημόνια”.
“Στη Βουλή ένιωσα εντελώς έξω από τα νερά μου . Νομίζεις ότι θα μπεις και θα κάνεις παπάδες, αλλά δεν είναι έτσι. Να σου πω την αλήθεια, το 2004 είχα πει στον αστυφύλακά μου ‘Αν καταφέρω να μη βγω, αλλά χωρίς να μ’ έχει φτύσει ο κόσμος, θα ήταν μεγάλο δώρο’. Και ευτυχώς η έδρα μου πήγε στον Σημίτη, παρότι βγήκα πρώτος σε ψήφους στον Πειραιά”.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να χτυπάει ενοχλητικά πολύ το τραπεζάκι που είχαμε στήσει έξω από το George την ώρα που κλείναμε την κουβέντα με ιστορίες που δεν μπορούν να ειπωθούν (μη νομίζεις ότι έμειναν και πολλές). Ο Παναγιώτης μου μίλησε λίγο για τα παιδιά του, για τις δυνατότητες του υπερ-ταλέντου Τάιλερ Ντόρσεϊ που έχει πρωτοστατήσει ο ίδιος για να έρθει στην Ελλάδα, για τους τελικούς της Α1 που είχαν μόλις τελειώσει. Σηκωθήκαμε όταν νιώσαμε ότι δεν πάει άλλο μ’ αυτόν τον ήλιο και δώσαμε τα χέρια. Πιάνοντας αυτό το “γεια” του τέλους ξεδίπλωσα τον ήχο όλης της κουβέντας. Τελικά, το κοινό χαρακτηριστικό κάθε λέξης και κάθε πρότασης που μου είπε αυτό το πρωί ήταν τόσο πόσο δυνατά και σίγουρα τις έλεγε.
Αυτός είναι τελικά ο κύριος Φασούλας. Ένας κύριος 213 εκατοστών και κάμποσων κορυφαίων διακρίσεων, που στηρίζει με ορμή αυτό που λέει όχι απαραίτητα επειδή είναι το σωστό (συχνά ήξερε ότι δεν κάνει το σωστό), αλλά επειδή είναι πάντα αυτό που θέλει να κάνει, όπως θέλει να το κάνει
https://www.oneman.gr/synentefxeis/ma-poios-eiste-epiteloys-kurie-fasoula/
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1987
Φάνης Χριστοδούλου #15, Παναγιώτης Καρατζάς #9, Παναγιώτης Φασούλας #13, Αργύρης Καμπούρης #7, Λιβέρης Ανδρίτσος #12, Νίκος Λινάρδος #8,
Μέμος Ιωάννου #14, Μιχάλης Ρωμανίδης #10, Νίκος Σταυρόπουλος #5, Νίκος Γκάλης #4, Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Νίκος Φιλίππου #11, προπονητής: Κώστας Πολίτης
Στις 14 Ιουνίου 1987 η εθνική ομάδα μπάσκετ κατέκτησε πρώτη φορά στην ιστορία της το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Ήταν ένας άθλος καθώς μέχρι τότε δεν είχε περάσει καν στους 8!
Χιλιάδες Έλληνες είχαν κολλήσει στην τηλεόραση ακόμη και αν δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους μπάσκετ.
Έμαθαν γρήγορα τους κανόνες που αποδείχθηκαν πολύ απλοί. Στο τέλος κερδίζει ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά.
Η διοργάνωση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος έγιναν στην Ελλάδα και στο στολίδι της εποχής το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, που ήταν πάντα κατάμεστο.
O Παναγιώτης Φασούλας με τον Νίκο Γκάλη. Καθ΄ όλη τη διάρκεια του τουρνουά οι φίλαθλοι συγκεντρωνόντουσαν κάθε βράδυ έξω από το ξενοδοχείο της εθνικής στη Γλυφάδα για να ενθαρρύνει τους παίκτες.
Κατά πολλούς ήταν το πιο δύσκολο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα που έγινε ποτέ. Συνολικά συμμετείχαν 12 ομάδες, μεταξύ των οποίων η πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, που είχαν στο ρόστερ τους μερικούς από τους μεγαλύτερους παίκτες της εποχής.
Πέτροβιτς, Ράτ ζα Ντίβατς για τη μεγάλη των πλάβι σχολή. Βάλτερς, Αλεξάντερ Βόλκοφ, Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, Βλαντίμιρ Τκατσένκο, για την υπερομάδα της ΕΣΣΔ.
Η ελληνική ομάδα αποτελούταν από τους Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου, Καρατζά, Φιλίππου, Καμπούρης, Λινάρδος, Ιωάννου, Ρωμανίδης, Ανδρίτσος, Νίκος Γκάλης και προπονητής ο Κώστας Πολίτης.
Το πρωτάθλημα ξεκίνησε στις 3 Ιουνίου. Η εθνική με πρωταγωνιστές τον Γκάλη, που έβαλε 44 πόντους και τον Παναγιώτη Φασούλα κέρδισε εύκολα τη Ρουμανία με σκορ 109-77.
Στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος η Εθνική κερδίζει την Ρουμανία, ενώ οι σκηνοθέτες της ΕΡΤ απειλούν με απεργία!
Την επόμενη ημέρα η Ελλάδα αντιμετώπιζε την ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν το φαβορί του τουρνουά. Η εθνική κέρδισε με σκορ 81-77 με τον Γκάλη να βάζει ξανά 44 πόντους στο αντίπαλο καλάθι. Τα ξένα μέσα ενημέρωσης, ανέφεραν την επόμενη ημέρα «Ο Γκάλης ισοπέδωσε τη Γιουγκοσλαβία». Μετά από αυτή τη νίκη η Εθνική μπορούσε να ελπίζει ότι θα έφτανε στους οκτώ.
Όταν ρώτησαν τον προπονητή της Σοβιετικής Ένωσης, Αλεξάντρα Γκομέλσκι, γιατί η Γιουγκοσλαβία έχασε από την Ελλάδα τους απάντησε: «Επειδή η Γιουγκοσλαβία δεν είχε τους κατάλληλους παίκτες που θα μπορούσαν να σταματήσουν τον Γκάλη, τον παίκτη του 21ου αιώνα, όπως τον ανέφερε»
Η Εθνική κερδίζει τη Γιουγκοσλαβία, εφημερίδα “Τα Νέα”
Στους επόμενους δύο αγώνες η εθνική έχασε από την Ισπανία με σκορ 89-106 και από την Σοβιετική Ένωση με τρεις πόντους διαφορά.
Χάρη στους 34 πόντους του Νίκου Γκάλη κέρδισε στις 7 Ιουνίου τη Γαλλία και προκρίθηκε στα προημιτελικά, όπου αντιμετωπίσε την Ιταλία. Ο αγώνας έληξε με 90-78 υπέρ της Ελλάδας και χιλιάδες Έλληνες βγήκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την είσοδο μας για πρώτη φορά στην οκτάδα των καλύτερων ομάδων της Ευρώπης.
Ο Νίκος Γκάλης δήλωσε στο τέλος του αγώνα: «Σήμερα δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε. Το είδα στα μάτια των Ιταλών στην προθέρμανση, πριν από τον αγώνα».
Είναι η καλύτερη μέρα της καριέρας σου; τον ρώτησαν. Ναι…μέχρι τον επόμενο αγώνα, ήταν η απάντηση. Όλοι νόμιζαν ότι έκανε χιούμορ, αλλά το εννοούσε.
Νίκης επί της Ιταλίας, Χιλιάδες Έλληνες ξεχύθηκαν στους δρόμους
Στον ημιτελικό η Εθνική συνάντησε ξανά τη Γιουγκοσλαβία. Ενώ το πρώτο ημίχρονο τελείωσε με την Ελλάδα να είναι 11 πόντους πίσω στο σκορ, το παιχνίδι έληξε με νίκη της εθνικής 81-77. Πλέον οι Έλληνες παίκτες ήταν ένα βήμα από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου αλλά πρώτα έπρεπε να κερδίσουν την πανίσχυρη ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης που την περίμενε στον τελικό.
Και η δεύτερη θέση ήταν μια τιτάνια επιτυχία, αλλά κανείς δεν σκεφτόταν την ήττα. Αυτή η ομάδα έκανε τους φιλάθλους να πιστέψουν ότι δεν υπάρχει όριο στις φιλοδοξίες.
Στον Όλυμπο της δόξας ανέβηκε η Εθνική, αναφέρει η εφημερίδα “Τα Νέα. Προσέξτε το θαυμαστικό στον τίτλο. Σχηματίζει το νούμερο 1.
Στις 14 Ιουνίου στο κατάμεστο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας η Ελλάδα αντιμετώπιζε τους κορυφαίους παίκτες της Σοβιετικής Ένωσης, τον Βάλτερς, τον Βολκόφ, τον εκπληκτικό Μαρτσουλιόνις, και τον θηριώδη Τσατσένκο. Ολόκληρη η χώρα βρισκόταν μπροστά από τις τηλεοράσεις και περίμεναν να πανηγυρίσουν.
Το παιχνίδι ήταν στον πόντο μέχρι το τέλος του αγώνα. Ο Λιβέρης Ανδρίτσος ισοφάρισε στα τελευταία δευτερόλεπτα 89-89 και το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση.
Ο Γκάλης στην αγκαλιά της γυναίκας του και αριστερά ο Αργύρης Καμπούρης.
Στα τελευταία 36 δευτερόλεπτα οι ομάδες ήταν ισόπαλες 101-101.
Ο Αργύρης Καμπούρης κέρδισε φάουλ. Συγκεντρώθηκε για να τις εκτελέσει ενώ οι γυναίκες τον ξεμάτιαζαν από τις τηλεοράσεις για να πάνε όλα καλά!
Ο Καμπούρης έβαλε το νικητήριο καλάθι, εφημερίδα “Τα Νέα”
Έτριψε τα χέρια του με το χαρακτηριστικό του στυλ. Σούταρε εύστοχα και τις δυο φορές και μια χώρα απογειώθηκε στο υψηλότερο βάθρο.
Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο Γολιάθ έχασε από τον Δαυίδ και δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Η Ελλάδα νικάει στον τελικό τη Σοβιετική Ένωση και στέφεται πρωταθλήτρια Ευρώπης
Ο Νίκος Γκάλης πραγματοποίησε μερικά από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του και ανακηρύχθηκε ο πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος.
Δείτε παρακάτω το βίντεο με τα τελευταία λεπτά του αγώνα
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1989
Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Νίκος Γκάλης #4, Δημήτρης Παπαδόπουλος #14, Αργύρης Καμπούρης #7, Ντίνος Αγγελίδης #9, Κώστας Παταβούκας #5, Φάνης Χριστοδούλου #15, Παναγιώτης Φασούλας #13, Νίκος Φιλίππου #11, Λιβέρης Ανδρίτσος #12, Ντέιβιντ Στεργάκος #8, προπονητής: Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου
Δεν πίστευε σχεδόν κανείς μετά το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1987 ότι θα ξανάβλεπε ένα τόσο μεγάλο μπασκετικό θαύμα από την Εθνική Ελλάδας. Είχε μεσολαβήσει η ανώμαλη προσγείωση στο προολυμπιακό του Ρότερνταμ, αλλά και η αποχώρηση του Κώστα Πολίτη, που δύσκολα θα μάντευε ότι δυο χρόνια μετά, στο Ζάγκρεμπ, θα γινόμασταν μάρτυρες, όχι μιας εποποϊίας όπως συνέβη στο ΣΕΦ, αλλά τουλάχιστον μιας επικής βραδιάς. Τότε που είδαμε τον καλύτερο Νίκο Γκάλη όλων των εποχών με τα γαλανόλευκα, την Ελλάδα να νικάει τη Σοβιετική Ένωση και το μετάλλιο να εξασφαλίζεται 100%, καθώς ο αγώνας ήταν ο ημιτελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Στις 20/06/1989 είχε ξεκινήσει το τουρνουά στην τωρινή πρωτεύουσα της Κροατίας, που τότε ήταν ακόμα μια πόλη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ο ανυποψίαστος ταξιδιώτης δεν θα φανταζόταν ποτέ πως όσοι φώναζαν με φανατισμό “Yu-go-sla-vi-a” στη διάρκεια των αγώνων και στο τέλος πανηγύριζαν έξαλλα το χρυσό μετάλλιο, δυο χρόνια μετά θα αφηνίαζαν για τον διαμελισμό της χώρας.

Η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη την αλλαγή του συστήματος διεξαγωγής (οι 16 ομάδες έγιναν 8 και το τουρνουά από 12 ημέρες συρικνώθηκε στο μισό μεταξύ 20 και 25 Ιουνίου), της έφτανε μια νίκη κλειδί στον όμιλο, για να εξασφαλιστεί η πρόκριση στην 4άδα. Και πάλι, όμως, αυτή η μεγάλη νίκη απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μάλιστα είχε στο ρόστερ της τον Άρβιντας Σαμπόνις και προερχόταν από το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, έμοιαζε με ένα θαύμα που ξαναγινόταν μπροστά στα μάτια μας.
Το καλοκαίρι ήταν ‘καυτό’ το 1989, με τα πολιτικά πάθη στα ύψη. Στις 18 Ιουνίου είχαν γίνει οι εκλογές που οδήγησαν αργότερα στη συγκυβέρνηση ΝΔ και (ενιαίου) Συνασπισμού, οπότε η χώρα ήταν λίγο δύσκολο να παρασυρθεί στη δίνη του μπάσκετ όπως το ’87. Το μέγεθος της επιτυχίας, ωστόσο, ήταν ανάλογο. Το δεύτερο μετάλλιο μέσα σε μια διετία ήταν η απόδειξη ότι το μπάσκετ δεν είχε εμφανιστεί σαν κομήτης. Ο ίδιος ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, έπειτα από τη λήξη των αγώνων, παραδεχόταν: “Πριν από δυο χρόνια νόμιζα ότι η Ελλάδα είχε θριαμβεύσει επειδή έπαιζε στο γήπεδό της. Έκανα λάθος. Φέτος μας απέδειξαν ότι μπορούν να τα καταφέρουν και εκτός έδρας. Ανακαλώ”.
Ας θυμηθούμε όμως τι έγινε εκείνη την εβδομάδα στο Ζάγκρεμπ και στην ‘Ντομ Σπόρτοβα’, το κλειστό γήπεδο δηλαδή, που φιλοξένησε τους αγώνες.
Το Ευρωμπάσκετ του… ΝΒΑ
Το Ευρωμπάσκετ των 6 ημερών έγινε ύστερα από απόφαση της FIBA που κράτησε για δυο διοργανώσεις (1989-1991), πριν επανέλθουμε σε τουρνουά των 16 ομάδων το 1993 (και πιο πολλών ακόμη, στη συνέχεια). Δεν θα λέγαμε ότι ήταν μια ευφυής ιδέα της παγκόσμιας ομοσπονδίας, με την έννοια ότι η διοργάνωση έχανε την αίγλη της, έστω κι αν θεωρητικά μιλούσαμε για τις 8 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, άρα ο ανταγωνισμός θα ανέβαινε, εξ ορισμού, στα ύψη.
Οι όμιλοι ήταν δυο. Η Ελλάδα είχε πέσει στο γκρουπ της διοργανώτριας Γιουγκοσλαβίας. Οι ‘πλάβι’ εμφάνιζαν την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών, με τον Ντράζεν Πέτροβιτς στα ντουζένια του και ακόμη τους Τόνι Κούκοτς, Βλάντε Ντίβατς, Ζάρκο Πάσπαλι, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντίνο Ράτζα να τον συνοδεύουν στα μοναδικά του ρεσιτάλ, τον Γιούρε Ζντοβτς σε πρώτη εμφάνιση, τον Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς νεαρό, όχι όμως και τον Σάσα Τζόρτζεβιτς, τον οποίο ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε αποκλείσει, επειδή είχε τσακωθεί με τον Πέτροβιτς σε αγώνα του γιουγκοσλάβικου πρωταθλήματος.
Οι ‘Γιούγκοι’ ήθελαν πως και πως να επιστρέψουν στην κορυφή έπειτα από 12 χρόνια. Όταν κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο, τα έσπασαν πίνοντας τόνους μπύρας στο μπαρ του Πέτροβιτς, ‘Αμαντέους’, με χιλιάδες φιλάθλους στους δρόμους του Ζάγκρεμπ να ανεμίζουν σημαίες της Γιουγκοσλαβίας. Η Γαλλία κι η Βουλγαρία συμπλήρωναν τον όμιλο της 1ης φάσης. Η αποστολή της Εθνικής δεν είχε κάτι πολύ δύσκολο ή περίπλοκο. Της έφταναν δυο νίκες επί της Γαλλίας και της Βουλγαρίας για να προκριθεί στους ‘4’. Προϋπόθεση ότι οι Γιουγκοσλάβοι δεν θα έχαναν από κανέναν.
Στον άλλον όμιλο, επικεφαλής ήταν η Σοβιετική Ένωση, που είχε πάει στο Ζάγκρεμπ με προπονητή τον Λιθουανό Βλάντας Γκάραστας (ο Γκομέλσκι είχε αναλάβει χρέη προέδρου στην ομοσπονδία), με τον Σαμπόνις να επιστρέφει σε Ευρωμπάσκετ (το 1987 ήταν απών) και τον Αλεξάντερ Μπελοστένι επίσης. Οι σωματοφύλακες του Σαμπόνις (Ρίμας Κουρτινάιτις, Βαλντεμάρας Χόμιτσους) ήταν επίσης εκεί, όπως και ο Βαλερί Τιχονένκο, αλλά κι ο ελπιδοφόρος Λετονός γκαρντ Γκούνταρς Βέντρα. Η ΕΣΣΔ είχε αποστρατεύσει Βάλντις Βάλτερς, Βλάντιμιρ Τκατσένκο, Βίκτορ Πανγκράσκιν και τον γερο Σεργκέι Γιοβάισα.
Μαζί με τους Σοβιετικούς, Ιταλοί (με τον Μάικ ντ’ Αντόνι στα 38 να κάνει ντεμπούτο στην εθνική, τον Αουγκούστο Μπινέλι ξανά στις επάλξεις) και Ισπανοί (χωρίς Φερνάντο Ρομάι-Φερνάντο Μαρτίν) θα έτρωγαν τα… μουστάκια τους για τη 2η θέση. Σε ρόλο σάκου του μποξ σε αυτό το γκρουπ η Ολλανδία, πολύ αδύναμη χωρίς τον Ρικ Σμιτς, που ήδη είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο ΝΒΑ με τους Ιντιάνα Πέισερς. Άλλοι 3 παίκτες που αγωνίστηκαν σε αυτό το Ευρωμπάσκετ θα πήγαιναν να βρουν τον Ολλανδό στο ΝΒΑ. Ήταν ο Πέτροβιτς, ο Ντίβατς και ο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, που έφυγαν εκείνο το καλοκαίρι με προορισμό τις ΗΠΑ για να παίξουν σε Πόρτλαντ, Λέικερς και Γκόλντεν Στέιτ αντίστοιχα. Καθώς η FIBA είχε επιτρέψει τη χρησιμοποίηση επαγγελματιών στις διεθνείς διοργανώσεις, δεν υπήρχε πλέον κανένα πρόβλημα. Ο Σαμπόνις πάντως προτίμησε τα δολάρια του τρελού προέδρου της Φόρουμ Βαγιαδολίδ, Γκονθαλό Γκονθαλό, και μετακόμισε στην Ισπανία. Η διπλή εγχείριση στους αχίλειους τένοντές του τον ταλαιπωρούσε και το ΝΒΑ θα τον περίμενε ακόμη 6 χρόνια. Άλλοι, όπως ο Βράνκοβιτς, θα προτιμήσουν την Ελλάδα και τον Άρη. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον… ψήνει ένα βράδυ, για να τον πείσει.
Ο τελικός με τη Γιουγκοσλαβία, που στον άλλο ημιτελικό νικάει την Ιταλία, δεν έχει τοσο μεγάλη σημασία. Όλοι ξέραμε ότι θα χάσουμε. Το τελικό 77-98 είναι αρκετά βαρύ, παρότι ο Γκάλης πετυχαίνει 30 πόντους και ο Φασούλας 22. Είναι όμως ξεκάθαρη η κλάση των ‘πλάβι’ και του τρομερού Πέτροβιτς, που δίνει μια ακόμη παράσταση με 28 πόντους (7/9δ, 3/4τρ, 5/5β) και 12 ασίστ. Ο Ίβκοβιτς, περιχαρής για την επιστροφή της ομάδας του στον θρόνο της Ευρώπης για πρώτη φορά μετά το 1977, προαναγγέλλει: “Έχουμε μια τρομερή ομάδα. Νομίζω ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε τους Αμερικανούς”. Δεν υποψιάζεται ότι η χώρα του σε δυο χρόνια δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια…
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ολυμπιακοί Αγώνες Ατλάντα 1996
Φάνης Χριστοδούλου, Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας, Φραγκίσκος Αλβέρτης – Ολυμπιακοί Αγώνες Ατλάντα 1996
Τοποθεσία τουρνουά: Ατλάντα (ΗΠΑ)
Συμμετέχουσες ομάδες: 12
Ρεκόρ (Ν-Η): 5-3
Αντίπαλοι στα νοκ-άουτ: Λιθουανία (Προημιτελικός), Κίνα (Θέσεις 5-8), Βραζιλία (Θέσεις 5-8).
MVP:
Δωδεκάδα Εθνικής Ελλάδος: Ευθύμης Μπακατσιάς #4, Κώστας Παταβούκας #5, Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Δημήτρης Παπανικολάου #7, Γιώργος Σιγάλας #8, Λευτέρης Κακιούσης #9, Φραγκίσκος Αλβέρτης #10, Νίκος Οικονόμου #11, Ντίνος Αγγελίδης #12, Παναγιώτης Φασούλας #13, Ευθύμης Ρεντζιάς #14, Φάνης Χριστοδούλου #15.
Προπονητής: Μάκης Δενδρινός.
Η γαλανόλευκη ξεκίνησε με 3-1 ρεκόρ τον πρώτο γύρο, πηγαίνοντας στα προημιτελικά απέναντι στην Λιθουανία, από την οποία γνώρισε την ήττα με 99-66. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες διεθνείς δεν παράτησαν την προσπάθεια και απέδωσαν ωραίο μπάσκετ στους επόμενους αγώνες. Αρχικά επικράτησαν της Κίνας (115-75) και εν συνεχεία έπεσαν πάνω στην οικοδέσποινα Βραζιλία, με την νίκη να χαρίζει την πέμπτη θέση.
Ελλάς-Βραζιλία 91-72: Στο δεύτερο ημίχρονο του εντυπωσιακού αγώνα, η “επίσημη αγαπημένη” παρουσίασε το καλό της πρόσωπο που της έδωσε και την επικράτηση απέναντι στην Βραζιλία.