Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 γνωστοί και ως Αγώνες της 1ης Ολυμπιάδας, ήταν η πρώτη διεθνής αθλητική διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων μετά την αναβίωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Διοργανώθηκαν στην Αθήνα το διάστημα 6-15 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου – 3 Απριλίου με το τότε Ιουλιανό ημερολόγιο).[1]
Επειδή η Αρχαία Ελλάδα ήταν το μέρος που «γεννήθηκαν» οι Αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Αθήνα θεωρήθηκε ως η ιδανικότερη πόλη για να φιλοξενήσει και την πρώτη διεξαγωγή των σύγχρονων. Η επιλογή της διοργανώτριας χώρας έγινε σε συνέδριο που οργάνωσε ο Γάλλος παιδαγωγός και ιστορικός Πιερ ντε Κουμπερτέν στο Παρίσι, στις 23 Ιουνίου 1894. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή (ΔΟΕ) ιδρύθηκε επίσης κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου.
Κεντρικός χώρος της διοργάνωσης ήταν το ανακαινισμένο Παναθηναϊκό Στάδιο, όπου διεξήχθησαν τα αγωνίσματα άρσης βαρών, γυμναστικής, πάλης και στίβου, αλλά και οι τελετές έναρξης και λήξης. Από τον Μαραθώνα ξεκίνησαν τα αγωνίσματα ατομικού αγώνα ποδηλασίας σε δημόσιο δρόμο και του μαραθωνίου, ενώ στον Λιμένα Ζέας διεξήχθησαν όλα τα αγωνίσματα κολύμβησης. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης το Ζάππειον Μέγαρο (ξιφασκία), το Ποδηλατοδρόμιο Νέου Φαλήρου (ποδηλασία πίστας και μερικοί αγώνες αντισφαίρισης), το Σκοπευτήριο Καλλιθέας (σκοποβολή) και τα γήπεδα του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών (αντισφαίριση).
Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός (241 άνδρες, εκ των οποίων το 65% ήταν Έλληνες), παρ’ όλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι συμμετέχοντες ήταν όλοι Ευρωπαίοι ή ζούσαν στην Ευρώπη, με εξαίρεση την ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών. Δέκα από τις δεκατέσσερις χώρες που έλαβαν μέρος, κατέκτησαν κάποιο μετάλλιο. Οι Η.Π.Α. κέρδισαν τα περισσότερα χρυσά (11), ενώ η διοργανώτρια Ελλάδα κατέκτησε τα περισσότερα στο σύνολο (46). Σημαντική στιγμή για τους Έλληνες ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο. Πιο επιτυχημένος αθλητής των Αγώνων αναδείχθηκε ο Γερμανός παλαιστής και γυμναστής Καρλ Σούμαν, ο οποίος κέρδισε συνολικά τέσσερα χρυσά μετάλλια.
Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε αθρόα συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Μετά το τέλος των Αγώνων, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές), υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν όμως ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη. Έτσι, οι Αγώνες του 1900 έγιναν στη Γαλλία, αλλά επισκιάστηκαν από τη Διεθνή Έκθεση που συνδιοργανώθηκε το ίδιο έτος στην πόλη του Παρισιού.[2] Από τότε, εκτός των εμβόλιμων Μεσοολυμπιακών Αγώνων του 1906, οι Αγώνες επέστρεψαν στην Ελλάδα μόλις το 2004, για την 28η Ολυμπιάδα.
Αναβίωση των Αγώνων
Κατά τον 19ο αιώνα, αρκετά -μικρής κλίμακας- αθλητικά φεστιβάλ σε όλη την Ευρώπη θεωρήθηκαν ως η συνέχεια των Αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από τις Ζάππειες Ολυμπιάδες (ή Ολύμπια) που χρηματοδοτήθηκαν από τον Ευάγγελο Ζάππα και διεξήχθησαν τα έτη 1859, 1870, 1875 και 1888-1889.[3] Μάλιστα τα Ολύμπια του 1870 στο ανακαινισμένο -τότε- Παναθηναϊκό Στάδιο συγκέντρωσαν κοινό 30.000 θεατών.[4]
Στις 18 Ιουνίου 1894, ο Κουμπερτέν οργάνωσε συνέδριο στο Παρίσι, όπου παρουσίασε τα σχέδιά του σε εκπροσώπους αθλητικών επιτροπών από 11 χώρες. Μετά την αποδοχή των προτάσεών του, έπρεπε να επιλεχθεί η ημερομηνία διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Κουμπερτέν αρχικά πρότεινε να διεξαχθούν οι πρώτοι Αγώνες στο Παρίσι το 1900, όπου και θα συνέπιπταν με τη Διεθνή Έκθεση που θα διοργανωνόταν το ίδιο έτος στην πόλη. Οι εκπρόσωποι των χωρών, όμως, θεώρησαν πως μια περίοδος αναμονής έξι ετών θα μείωνε το ενδιαφέρον του κοινού και αποφάσισαν έτσι οι πρώτοι Αγώνες να διεξαχθούν το 1896 και στο Παρίσι το 1900 να διεξαχθεί η δεύτερη διοργάνωση, όπως και έγινε.
« | Με βαθύ αίσθημα απέναντι στην ευγενική αναφορά του βαρόνου Ντε Κουμπερτέν, στέλνω σε εκείνον και στα μέλη του συνεδρίου, μαζί με τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες, τις καλύτερες ευχές για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. | » |
—Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ της Ελλάδας (21 Ιουνίου 1894)[5] |
Το επόμενο θέμα που έπρεπε να λυθεί ήταν η επιλογή της διοργανώτριας πόλης. Παραμένει ακόμη μυστήριο το πως επιλέχθηκε τελικά η Αθήνα να διοργανώσει τους Αγώνες. Κάποιες πηγές αναφέρουν πως τα μέλη του συνεδρίου πρότειναν αρχικά το Λονδίνο, αλλά ο Κουμπερτέν διαφωνούσε. Μετά από σύντομη συζήτηση με τον Έλληνα εκπρόσωπο Δημήτριο Βικέλα, ο Κουμπερτέν πρότεινε την Αθήνα.
Ο Βικέλας επισημοποίησε την πρόταση στις 23 Ιουνίου και οι εκπρόσωποι ενέκριναν ομόφωνα αυτή την απόφαση, μιας και η Ελλάδα ήταν ο επίσημος τόπος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων κατά την αρχαιότητα. Επιπλέον, ο Βικέλας εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της νεοϊδρυθείσας Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (ΔΟΕ).[6]
Οργάνωση
Η είδηση της ανάληψης των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα έτυχε μεγάλης αποδοχής από το ελληνικό κοινό, τον τύπο και τη βασιλική οικογένεια. Σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, “ο διάδοχος Κωνσταντίνος έμαθε με μεγάλη χαρά ότι οι Αγώνες θα αναβιώσουν στην Αθήνα”. Επίσης, ο Κουμπερτέν επιβεβαίωσε ότι “ο βασιλιάς και ο διάδοχος θα παρέχουν την υποστήριξή τους στη διοργάνωση αυτών των Αγώνων”.[7]
Όμως, η οικονομική κατάσταση της χώρας ήταν άσχημη, ενώ υπήρχε αστάθεια με τη συνεχή εναλλαγή στην πρωθυπουργία του Χαρίλαου Τρικούπη με τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης, τόσο ο πρωθυπουργός Τρικούπης, όσο και ο Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος είχε προσπαθήσει να οργανώσει μια σειρά εθνικών Ολυμπιάδων στο παρελθόν, πίστευαν αρχικά ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να φιλοξενήσει τη μεγάλη αυτή διοργάνωση.[8] Στα τέλη του 1894, η οργανωτική επιτροπή υπό τον Στέφανο Σκουλούδη παρουσίασε έκθεση για το κόστος των Αγώνων. Το κόστος ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο από τις εκτιμήσεις του Κουμπερτέν. Δήλωσαν πως οι Αγώνες είναι αδύνατον να διεξαχθούν και παραιτήθηκαν. Το συνολικό κόστος της διοργάνωσης εκτιμήθηκε στα 3.740.000 δραχμές.[9]
Με αμφίβολη την προοπτική της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, ο Κουμπερτέν και ο Βικέλας ξεκίνησαν μία εκστρατεία για να κρατήσουν ζωντανό το Ολυμπιακό κίνημα. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, υποστηρικτής των Ολυμπιακών Αγώνων, αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής, όπως ανακοινώθηκε επίσημα από τον Βικέλα στις 7 Ιανουαρίου 1895.
Ο ενθουσιασμός του Κωνσταντίνου πυροδότησε ένα “κύμα” δωρεών από τον ελληνικό λαό, από τις οποίες κατάφερε να συγκεντρώσει 330.000 δραχμές. Εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές και από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Με παράκληση του Κωνσταντίνου, ο επιχειρηματίας Γεώργιος Αβέρωφ συμφώνησε να βοηθήσει στην ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου που κόστισε περίπου 920.000 δραχμές.[10] Προς τιμήν της γενναιοδωρίας του, κατασκευάστηκε το άγαλμά του στην είσοδο του Σταδίου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 5 Απριλίου 1896.
Η εμπειρία διοργάνωσης αγώνων ήταν σχετικά μηδαμινή στην Ελλάδα και έτσι η οργανωτική επιτροπή αντιμετώπισε δυσκολίες. Τα καθήκοντα τους ήταν θέσπιση των κανόνων των αγωνισμάτων και η πρόσκληση των αθλητών. Μερικοί αθλητές πήραν μέρος στους Αγώνες επειδή έτυχε να βρεθούν στην Αθήνα εκείνη την περίοδο για διακοπές ή εργασία (κάποιοι Βρετανοί συμμετέχοντες εργάζονταν στη Βρετανική πρεσβεία). Ολυμπιακό χωριό δεν υπήρχε και οι αθλητές όφειλαν να πληρώσουν μόνοι τους τα έξοδα διαμονής τους.
Ο πρώτος κανονισμός που ψηφίστηκε από τη ΔΟΕ το 1894, επέτρεπε μόνο σε ερασιτέχνες αθλητές να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες.[11][12] Με εξαίρεση τα αγωνίσματα της ξιφασκίας, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα διεξήχθησαν κάτω από ερασιτεχνικούς κανόνες. Οι κριτές έφεραν τα ίδια ονόματα όπως και στην αρχαιότητα: Αλυτάρχης, Έφοροι, Ελλανοδίκες. Τελικός κριτής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος και σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, “η παρουσία του έδωσε βαρύτητα και κύρος στις αποφάσεις των εφόρων”.[13]
Αθλητικές εγκαταστάσεις
Εγκαταστάσεις | Αθλήματα | Χωρητικότητα |
---|---|---|
Ζάππειον Μέγαρο | Ξιφασκία | Δεν διατίθεται |
Λιμένας Ζέας | Κολύμβηση | Δεν διατίθεται |
Μαραθώνας | Ποδηλασία (ατομικός αγώνας σε δημόσιο δρόμο) και Στίβος (μαραθώνιος) | Δεν διατίθεται |
Όμιλος Αντισφαίρισης Αθηνών | Αντισφαίριση | Δεν διατίθεται |
Παναθηναϊκό Στάδιο | Άρση βαρών, Γυμναστική, Πάλη και Στίβος | 80.000 |
Ποδηλατοδρόμιο Νέου Φαλήρου | Ποδηλασία (αγώνες πίστας) και Αντισφαίριση | Δεν διατίθεται |
Σκοπευτήριο Καλλιθέας | Σκοποβολή | Δεν διατίθεται |
Πρόγραμμα Αγώνων
ΤΕ | Τελετή έναρξης | ● | Προκριματικοί αγώνες | ● | Τελικοί αγωνισμάτων | ΤΛ | Τελετή λήξης |
Ημερομηνία → Άθλημα / Τελετή ↓ |
Δε 6/4(25/3) |
Τρ 7/4(26/3) |
Τε 8/4(27/3) |
Πε 9/4(28/3) |
Πα 10/4(29/3) |
Σα 11/4(30/3) |
Κυ 12/4(31/3) |
Δε 13/4(1/4) |
Τρ 14/4(2/4) |
Τε 15/4(3/4) |
Σύνολο αγωνισμάτων | |||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Τελετές | ΤΕ | ΤΛ | – | |||||||||||
Αντισφαίριση | ●● | ●● | ● | ●● | 2 | |||||||||
Άρση βαρών | ●● | 2 | ||||||||||||
Γυμναστική | ●●●●●● | ●● | 8 | |||||||||||
Κολύμβηση | ●●●● | 4 | ||||||||||||
Ξιφασκία | ●● | ● | 3 | |||||||||||
Πάλη | ● | ● | 1 | |||||||||||
Ποδηλασία | ● | ●●● | ● | ● | 6 | |||||||||
Σκοποβολή | ● | ● | ● | ● | ●● | ● | 5 | |||||||
Στίβος | ●●● | ●● | ● | ●●●● | ● | ●●●●● | 12 | |||||||
Τελικοί ανά ημέρα | 2 | 8 | 1 | 9 | 8 | 12 | 2 | 1 | 0 | 0 | 43 |
Συμμετοχές
Συμμετέχουσες χώρες
Οι αναφορές αποκλίνουν σχετικά με το πόσοι, ποιοι και ποιων χωρών αθλητές έλαβαν μέρος στους Αγώνες. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναφέρει ότι υπήρξαν συμμετοχές από 14 χώρες, χωρίς όμως να τις κατονομάζει.[14] Κάποιες πηγές κάνουν λόγο για 12 (εξαιρούν τη Βουλγαρία και τη Χιλή), ενώ άλλες για 13 χώρες (εξαιρούν την Ιταλία). Ορισμένες, τέλος, περιλαμβάνουν και την Αίγυπτο, λόγω της συμμετοχής του Δημητρίου Κάσδαγλη.
Όσο για τους αθλητές, γνωρίζουμε μόνο τους 179 από αυτούς που έλαβαν μέρος. Η ΔΟΕ αναφέρει 241 συνολικά συμμετέχοντες, ενώ διάφορες πηγές 245 ή 246. Ακολουθεί αναλυτική λίστα (σε παρένθεση ο αριθμός αθλητών ανά χώρα):
Συμμετέχουσες χώρες |
---|
|
Γυναικεία συμμετοχή
Στις γυναίκες αρχικά δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς ο Πιερ ντε Κουμπερτέν θεωρούσε τη συμμετοχή τους “μη πρακτική, χωρίς ενδιαφέρον, αντιαισθητική και λανθασμένη”.[21] Η Σταμάτα Ρεβίθη όμως, μητέρα ενός αγοριού 17 μηνών, έτρεξε στη διαδρομή του μαραθωνίου στις 11 Απριλίου, την επόμενη δηλαδή ημέρα από τον επίσημο αγώνα των ανδρών. Αν και δεν της επετράπη να εισέλθει στο στάδιο στο τέλος της κούρσας της, η Ρεβίθη ολοκλήρωσε τον μαραθώνιο σε 5 ώρες και 30 λεπτά και εξασφάλισε μαρτυρίες που επιβεβαίωναν εγγράφως το χρόνο έναρξης και τερματισμού της. Η Ρεβίθη σκόπευε να υποβάλει αυτά τα έγγραφα στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, ελπίζοντας πως θα αναγνωριζόταν το κατόρθωμά της. Έως σήμερα πάντως δεν έχουν βρεθεί ούτε οι αναφορές της, ούτε έγγραφα της Επιτροπής που να μας διαφωτίζουν για το αν τελικά το έπραξε.[22]
Τελετή έναρξης
Η έναρξη των Αγώνων της 1ης Ολυμπιάδας πραγματοποιήθηκε στις 6 Απριλίου 1896 (25 Μαρτίου με το παλιό ημερολόγιο), που συνέπιπτε με τη Δευτέρα του Πάσχα για τους ορθοδόξους και τους ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και με την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.[23]
Από το πρωί η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική στους δρόμους και στις πλατείες της πόλης, ενώ το πλήθος κατέκλυσε το Παναθηναϊκό Στάδιο από νωρίς το μεσημέρι. Το Στάδιο ήταν κατάμεστο από 80.000 θεατές και η ατμόσφαιρα που δημιούργησαν καταπληκτική. Κύριο θέμα των συζητήσεων ήταν οι συμμετοχές των Ελλήνων αθλητών και η προσδοκία για κατάκτηση μεταλλίων. Παρόντες ήταν επίσης η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ξένοι αντιπρόσωποι, μέλη της Ιεράς Συνόδου και του ξένου κλήρου και πολλοί άλλοι.[24]
Μετά την ομιλία του προέδρου της οργανωτικής επιτροπής, διαδόχου Κωνσταντίνου, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ κήρυξε την έναρξη των Αγώνων με τα εξής λόγια: “Κηρύττω την έναρξιν των πρώτων εν Αθήναις Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο Ελληνικός Λαός!”.[24]
Ακολούθησαν κανονιοβολισμοί και απελευθέρωση περιστεριών. Στη συνέχεια, εννέα μπάντες και χορωδία 150 ατόμων ερμήνευσαν τον Ολυμπιακό Ύμνο, σε σύνθεση του Σπύρου Σαμάρα και στίχους του Κωστή Παλαμά. Ο ύμνος έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το κοινό. Ακολούθησε η έπαρση της ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση του Εθνικού ύμνου από μπάντα όπου κυριαρχούσαν οι φλογέρες και στη συνέχεια η παρέλαση των αθλητών.[25]
Οι Αγώνες
Σύνοψη αθλημάτων
Στο συνέδριο του Παρισιού το 1894, ένας μεγάλος αριθμός αθλημάτων είχε προταθεί για το πρόγραμμα της Αθήνας. Οι πρώτες επίσημες ανακοινώσεις σχετικά με τις αθλητικές εκδηλώσεις που θα πραγματοποιούνταν, περιελάμβαναν αθλήματα όπως το ποδόσφαιρο και το κρίκετ.[26] Αυτά τα σχέδια, όμως, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και τα συγκεκριμένα αθλήματα δεν επιλέχθηκαν στην τελική λίστα για τους Αγώνες.[27] Η ιστιοπλοΐα και η κωπηλασία ήταν προγραμματισμένες να διεξαχθούν, αλλά ματαιώθηκαν λόγω κακών καιρικών συνθηκών κατά την προγραμματισμένη ημέρα του αγώνα. Τελικά, διεξήχθησαν συνολικά 43 αγωνίσματα σε 9 αθλήματα:
- Αντισφαίριση (2)
- Άρση βαρών (2)
- Γυμναστική (8)
- Ιστιοπλοΐα (Ματαιώθηκε)
- Κολύμβηση (4)
- Κωπηλασία (Ματαιώθηκε)
- Ξιφασκία (3)
- Πάλη (1)
- Ποδηλασία
- Δρόμου (1)
- Πίστας (5)
- Σκοποβολή (5)
- Στίβος (12)
Αντισφαίριση
Αν και η αντισφαίριση ήταν ένα από τα πιο διαδεδομένα αθλήματα στο τέλος του 19ου αιώνα, κανείς από τους κορυφαίους αθλητές δεν έλαβε μέρος στο τουρνουά της Αθήνας. Τα αγωνίσματα διεξήχθησαν στα γήπεδα του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών και στο εσωτερικό του ποδηλατοδρομίου του Νέου Φαλήρου. Ο νικητής στο απλό, Τζον Μπόλαντ, έλαβε μέρος στο τουρνουά εξαιτίας ενός συμφοιτητή του στην Οξφόρδη, του Έλληνα Κωνσταντίνου Μάνου. Ως μέλος της υπο-επιτροπής του Ομίλου Αντισφαίρισης Αθηνών, ο Μάνος προσπάθησε με τη βοήθεια του Μπόλαντ να στρατολογήσει συμμετέχοντες για τους αγώνες από τον κύκλο τους στο πανεπιστήμιο της πόλης.
Στον πρώτο γύρο, ο Μπόλαντ νίκησε τον Φρίντριχ Τράουν, έναν υποσχόμενο αντισφαιριστή από το Αμβούργο, ο οποίος έτρεξε και στον προκριματικό των 100 μέτρων. Οι Μπόλαντ και Τράουν αποφάσισαν να γίνουν ομάδα στο αγώνισμα του διπλού, στο οποίο έφτασαν μέχρι τον τελικό, όπου κέρδισαν το ζευγάρι Πετροκόκκινου – Κάσδαγλη με 2-1 σετ.[28]
Άρση βαρών
Το άθλημα της άρσης βαρών ήταν ακόμα νέο το 1896 και οι κανόνες διέφεραν από τους σημερινούς. Τα αγωνίσματα διεξήχθησαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο και δεν υπήρχαν κατηγορίες βάρους για τους αθλητές. Στην άρση βαρών με δύο χέρια, η κίνηση που χρησιμοποιήθηκε ήταν παρόμοια με αυτή του ζετέ που ξέρουμε σήμερα. Δύο αθλητές ξεχώρισαν: ο Βρετανός Λάντσεστον Έλιοτ και ο Δανός Βίγκο Γιένσεν. Και οι δύο σήκωσαν από 111.5 κιλά και η απόφαση για τον νικητή καθορίστηκε από τον Πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος απεφάνθη ότι ο Γιένσεν εκτέλεσε την προσπάθειά του με καλύτερο στυλ. Η βρετανική αποστολή διαμαρτυρήθηκε και αποφασίστηκε να δοθούν επιπλέον προσπάθειες στους δύο αθλητές ώστε να βελτιώσουν την επίδοσή τους. Κανένας από τους δύο όμως δεν τα κατάφερε και το αποτέλεσμα έμεινε ως είχε.[29]
Πάντως ο Έλιοτ, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο ελληνικό κοινό (θεωρούταν πολύ όμορφος), πήρε την εκδίκησή του στο αγώνισμα της άρσης βαρών με ένα χέρι, που διεξήχθη αμέσως μετά το τέλος του προηγούμενου. Ο Γιένσεν έχοντας τραυματιστεί νωρίτερα, δεν κατάφερε να σηκώσει περισσότερα από 57 κιλά και ο Έλιοτ πήρε εύκολα τη νίκη σηκώνοντας 71. Ένα ασυνήθιστο γεγονός συνέβη κατά τη διάρκεια του αγωνίσματος: ένας υπηρέτης διατάχθηκε να αφαιρέσει τα βάρη, κάτι που φάνηκε να είναι δύσκολο έργο για εκείνον. Τότε, ο Πρίγκιπας Γεώργιος, που ήρθε να τον βοηθήσει, σήκωσε τα βάρη και τα πέταξε μακριά με μεγάλη ευκολία, προς τέρψιν του πλήθους.[29]
Γυμναστική
Οι αγώνες της γυμναστικής διεξήχθησαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Η Γερμανία είχε στείλει 11 αθλητές, οι οποίοι κέρδισαν σε πέντε αγωνίσματα (τα δύο εκ των οποίων ήταν ομαδικά), ενώ υπήρχε κατάκτηση έστω ενός μεταλλίου από Γερμανούς σε όσα αγωνίσματα έγιναν.
Στο ομαδικό του μονόζυγου έλαβε μέρος μόνο η γερμανική ομάδα (η οποία κέρδισε και το ομαδικό στο δίζυγο), ενώ τρεις Γερμανοί κέρδισαν ισάριθμους ατομικούς τίτλους: ο Χέρμαν Βάινγκερτνερ στο μονόζυγο, ο Άλφρεντ Φλάτοβ στο δίζυγο και ο Καρλ Σούμαν (χρυσός ολυμπιονίκης και στην πάλη) στο άλμα.
Στα υπόλοιπα αγωνίσματα, ο ελβετός γυμναστής Λουδοβίκος Σούτερ κέρδισε στον πλάγιο ίππο, ενώ οι Έλληνες Ιωάννης Μητρόπουλος και Νικόλαος Ανδριακόπουλος πήραν τη νίκη στους κρίκους και στην αναρρίχηση επί κάλω αντίστοιχα.[30]
Ιστιοπλοΐα / Κωπηλασία
Οι αγώνες των δύο αθλημάτων ήταν προγραμματισμένοι για τις 13 Απριλίου, ωστόσο οι κακές καιρικές συνθήκες οδήγησαν στη ματαίωσή τους.
Κολύμβηση
Το άθλημα της κολύμβησης διεξήχθη στην ανοιχτή θάλασσα, επειδή οι διοργανωτές αρνήθηκαν να δαπανήσουν και άλλα χρήματα για να χτιστεί κολυμβητήριο. Περίπου 20.000 θεατές κατέκλυσαν τον κόλπο της Ζέας στον Πειραιά για να παρακολουθήσουν τα αγωνίσματα. Το νερό στον κόλπο ήταν παγωμένο και οι αθλητές υπέφεραν κατά τη διάρκεια των αγώνων τους. Διεξήχθησαν τρία αγωνίσματα ελεύθερου (100 μέτρα ανδρών, 500 μέτρα ανδρών και 1200 μέτρα ανδρών) και ένα ειδικό αγώνισμα για ναύτες. Όλοι οι αγώνες έγιναν την ίδια ημέρα, στις 11 Απριλίου.[31]
Για τον Άλφρεντ Χάγιος από την Ουγγαρία, αυτό σήμαινε πως θα έπαιρνε μέρος μόνο σε δύο από τα αγωνίσματα, καθώς όλα έγιναν σε μικρό χρονικό διάστημα, κάνοντας έτσι αδύνατη για εκείνον τη συμμετοχή σε όσα επιθυμούσε. Ωστόσο, κέρδισε και στα δύο που συμμετείχε (100 και 1200 μέτρα ελεύθερο). Λίγες δεκαετίες αργότερα, ο Χάγιος θα γινόταν ο ένας από τους δύο Ολυμπιονίκες που κέρδισε μετάλλιο τόσο σε αθλητικούς όσο και σε καλλιτεχνικούς αγώνες, όταν πήρε το ασημένιο μετάλλιο στην αρχιτεκτονική το 1924.
Τα 500 μέτρα ελεύθερο κέρδισε ο ο Αυστριακός Πάουλ Νόιμαν, ο οποίος τερμάτισε κατά ενάμιση λεπτό γρηγορότερα από τους δύο Έλληνες αντιπάλους του. Στα 100 μέτρα ελεύθερο των ναυτών, όπου πήραν μέρος μόνο ναύτες του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, νίκησε ο Ιωάννης Μαλοκίνης.
Ξιφασκία
Τα αγωνίσματα της ξιφασκίας διεξήχθησαν στο Ζάππειον Μέγαρο, το οποίο είχε χτιστεί με χρήματα του Ευάγγελου Ζάππα για την αναβίωση των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων, αλλά δεν είχε χρησιμοποιηθεί για κάποια αθλητική διοργάνωση έως τότε.[32] Αντίθετα με τα υπόλοιπα αθλήματα (όπου λάμβαναν μέρος μόνο ερασιτέχνες), στη ξιφασκία επιτρεπόταν να συμμετάσχουν και επαγγελματίες, σε ξεχωριστό όμως αγώνισμα.[13]
Τέσσερα αγωνίσματα ήταν προγραμματισμένα να διεξαχθούν, αλλά αυτό του ξίφους μονομαχίας (επέ) ματαιώθηκε για άγνωστους λόγους. Στο ατομικό αγώνισμα του ξίφους ασκήσεως, ο Γάλλος Εζέν Ανρί Γκραβελότ κέρδισε στον τελικό τον ομοεθνή του, Ανρί Καγιό.[32] Στα υπόλοιπα δύο αγωνίσματα, της σπάθης και του ξίφους ασκήσεως διδασκάλων, επικράτησαν Έλληνες αθλητές: ο Ιωάννης Γεωργιάδης και ο Λεωνίδας Πύργος, ο οποίος έγινε ο πρώτος χρονολογικά Έλληνας χρυσός ολυμπιονίκης στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
Πάλη
Δεν υπήρχαν κατηγορίες κιλών για το άθλημα της πάλης που διεξήχθη στο Παναθηναϊκό Στάδιο, κάτι που σήμαινε πως θα προέκυπτε ένας νικητής ανάμεσα σε συμμετέχοντες όλων των μεγεθών. Οι κανόνες που χρησιμοποιήθηκαν ήταν παρόμοιοι με αυτούς της μοντέρνας ελληνορωμαϊκής πάλης, αν και δεν υπήρχε χρονικό όριο και κάποιες λαβές ποδιών δεν ήταν απαγορευμένες (σε αντίθεση με σήμερα).
Εκτός από τους δύο Έλληνες συμμετέχοντες (Τσίτα και Χρηστόπουλο), όλοι οι υπόλοιποι έλαβαν μέρος και σε άλλα αθλήματα. Ο νικητής στην άρση βαρών, Λάντσεστον Έλιοτ, αντιμετώπισε τον νικητή της γυμναστικής, Καρλ Σούμαν, με τον τελευταίο να κερδίζει και να συναντά στον τελικό τον Τσίτα, ο οποίος είχε αποκλείσει νωρίτερα τον Χρηστόπουλο. Ο αγώνας διήρκησε 40 λεπτά πριν διακοπεί λόγω σκότους, αφού είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος. Το πρωινό της επόμενης ημέρας, οι δύο αντίπαλοι επέστρεψαν στον αγώνα και ο Σούμαν πήρε τη νίκη σχεδόν ένα τέταρτο αργότερα.[33]
Ποδηλασία
Όλα τα αγωνίσματα της ποδηλασίας πίστας διεξήχθησαν στο νεόκτιστο ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου (στη θέση του σημερινού Σταδίου Καραϊσκάκη). Το ακριβότερο εισιτήριο των Ολυμπιακών Αγώνων κόστιζε 3 δραχμές και προοριζόταν για όσους φιλάθλους ήθελαν να παρακολουθήσουν από καλή θέση τα αγωνίσματα της ποδηλασίας.[34] Μόνο ένα αγώνισμα διεξήχθη στην ποδηλασία δρόμου: ένας αγώνας από την Αθήνα έως τον Μαραθώνα και πίσω (απόσταση 87 χιλιομέτρων).
Στα αγωνίσματα πίστας, καλύτερος ποδηλάτης αναδείχθηκε ο Γάλλος Πολ Μασσόν που κέρδισε στην ατομική χρονομέτρηση, στο σπριντ και στον αγώνα 10 χιλιομέτρων. Ο ξιφομάχος Άντολφ Σμαλ από την Αυστρία κέρδισε τον αγώνα 12 ωρών, στον οποίο κατάφεραν να τερματίσουν μόνο δύο αθλητές, ενώ στον αγώνα σε δημόσιο δρόμο νίκησε ο Αριστείδης Κωνσταντινίδης.[31]
Στον αγώνα των 100 χιλιομέτρων, ο Γάλλος Λεόν Φλαμένγκ τερμάτισε πρώτος με διαφορά 11 γύρων από τον δεύτερο, τον Έλληνα Γεώργιο Κωλέττη. Στον 150ο γύρο όλοι οι υπόλοιποι αθλητές είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα. Ο Κωλέττης αναγκάστηκε να σταματήσει κάποια στιγμή λόγω βλάβης. Ενώ προσπαθούσε να επισκευάσει το ποδήλατό του, ο Φλαμένγκ σταμάτησε κι αυτός και περίμενε τον αντίπαλό του. Οι θεατές ζητωκραύγαζαν “Ζήτω η Γαλλία!”.[25]
Σκοποβολή
Η Βασίλισσα Όλγα κήρυξε η ίδια με το προσωπικό της τυφέκιο την έναρξη των αγώνων σκοποβολής, που διεξήχθησαν στο σκοπευτήριο της Καλλιθέας. Σε δύο αγωνίσματα χρησιμοποιήθηκε τουφέκι και σε τρία πιστόλι. Στο πρώτο χρονολογικά αγώνισμα (με στρατιωτικό τουφέκι), νικητής αναδείχθηκε ο Παντελής Καρασεβδάς, ο μοναδικός από τους συμμετέχοντες που πέτυχε το στόχο σε όλες του τις βολές.
Στο δεύτερο αγώνισμα (με στρατιωτικό πιστόλι), ξεχώρισαν δύο αδέλφια από τις Η.Π.Α.: ο Τζον και ο Σάμνερ Πέιν έγιναν τα πρώτα αδέλφια που τερμάτισαν στην πρώτη και τη δεύτερη θέση στο ίδιο αγώνισμα. Προκειμένου να μη φέρουν σε αμηχανία τους διοργανωτές, αποφάσισαν να συμμετάσχει μόνο ο ένας από τους δύο στο επόμενο αγώνισμα με πιστόλι που διεξήχθη. Ο Σάμνερ κέρδισε σε αυτό και έγινε ο πρώτος συγγενής ενός χρυσού Ολυμπιονίκη που κατακτά επίσης την πρωτιά στους Ολυμπιακούς Αγώνες.[35]
Οι αδελφοί Πέιν δεν συμμετείχαν στο αγώνισμα με πιστόλι ταχείας βολής, επειδή οι κριτές έκριναν πως τα όπλα τους δεν είχαν το απαιτούμενο διαμέτρημα και τη νίκη πήρε ο Ιωάννης Φραγκούδης. Το τελευταίο αγώνισμα (με ελεύθερο τουφέκι) ξεκίνησε την ίδια ημέρα, όμως δεν γινόταν να ολοκληρωθεί εξαιτίας σκότους. Συνεχίστηκε το επόμενο πρωί, με τον Γεώργιο Ορφανίδη να στέφεται νικητής.[35]
Στίβος
Χρονολογικά, ο πρώτος σύγχρονος Ολυμπιονίκης είναι ο Αμερικανός Τζέιμς Κόνολι, νικητής στο άλμα τριπλούν. Μετά τη νίκη του, τηλεγράφησε στους γονείς του: “Οι Έλληνες νίκησαν την Ευρώπη. Εγώ νίκησα όλο τον κόσμο“.[25]
Δεν δημιουργήθηκαν νέα παγκόσμια ρεκόρ στον στίβο, αφού ελάχιστοι κορυφαίοι αθλητές έλαβαν μέρος στους Αγώνες. Επιπλέον, οι καμπύλες στις στροφές του Σταδίου δεν βοηθούσαν στο να γίνουν γρήγοροι χρόνοι στα αγωνίσματα ταχύτητας. Παρ’ όλα αυτά, ο Τόμας Μπερκ από τις Η.Π.Α. νίκησε στα 100 μέτρα (σε χρόνο 12 δευτερολέπτων) και στα 400 μέτρα (σε 54,2 δευτερόλεπτα). Ο Μπερκ ήταν ο μόνος αθλητής που ακουμπούσε το γόνατό του στο χώμα κατά την εκκίνηση, κάτι που μπέρδευε τους κριτές.[36]
Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Γκάρετ βγήκε πρώτος στη δισκοβολία με ρίψη στα 29,15 μέτρα, νικώντας τον Παναγιώτη Παρασκευόπουλο προς μεγάλη απογοήτευση των Ελλήνων θεατών. Οι Έλληνες αθλητές προετοιμάζονταν από χρόνια για τη δισκοβολία που τη θεωρούσαν εθνική τους κληρονομία, ακολουθώντας τις οδηγίες του ιστορικού Φιλόστρατου. Οι Αμερικανοί αθλητές είδαν για πρώτη φορά δίσκο όταν έφτασαν στην Αθήνα, αλλά ο Γκάρετ αφοσιώθηκε πολύ σε αυτό το όργανο και το έμαθε γρήγορα.[25] Ο Γκάρετ κέρδισε στη συνέχεια και στη σφαιροβολία.[37]
Ο Αυστραλός Έντγουιν Φλακ κέρδισε τόσο στα 800 όσο και στα 1500 μέτρα, κάτι που ελάχιστοι αθλητές έχουν καταφέρει έως και σήμερα. Σε άλλα αγωνίσματα, ο Τόμας Κέρτις νίκησε στα 110 μέτρα με εμπόδια, ο Έλερι Κλαρκ στο άλμα εις μήκος και στο άλμα εις ύψος και ο Γουίλιαμ Χόιτ στο άλμα επί κοντώ.
Η θεαματικότερη στιγμή του αθλήματος, όμως, ήταν η νίκη του Σπύρου Λούη στον μαραθώνιο, στο τελευταίο χρονικά αγώνισμα. Ο νερουλάς από το Μαρούσι τερμάτισε πρώτος μεταξύ 17 αθλητών στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μπροστά σε 60.000 θεατές και έγινε ένας από τους ήρωες των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων. Ο χρόνος του ήταν 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα. Με την είσοδό του στο Στάδιο, ο κόσμος με ενθουσιασμό διέσπασε τις μονάδες ασφαλείας που τηρούσαν την τάξη και ξεχύθηκε στον στίβο. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο αδελφός του κατέβηκαν μαζί με το πλήθος, σήκωσαν ψηλά τον Λούη και τον ανέβασαν μέχρι την πορφυρή εξέδρα όπου καθόταν ο Βασιλιάς.[25]
Πίνακας μεταλλίων
Δέκα από τις 14 συμμετέχουσες χώρες κέρδισαν μετάλλια στους Αγώνες, ενώ δύο μετάλλια κέρδισε η Μικτή ομάδα (ομάδα που περιελάμβανε αθλητές από διαφορετικά κράτη). Οι Η.Π.Α. κέρδισαν τα περισσότερα χρυσά μετάλλια (11), ενώ η Ελλάδα κατέκτησε τα περισσότερα στο σύνολο (47), καθώς και τα περισσότερα ασημένια (18) και χάλκινα (19), χάνοντας την πρώτη θέση στον πίνακα από τις Η.Π.Α. για ένα χρυσό μετάλλιο.[18]
Την εποχή των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, οι νικητές έπαιρναν ασημένιο μετάλλιο, οι δεύτεροι χάλκινο, ενώ οι τρίτοι τίποτα. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή καθιέρωσε ξεκινώντας από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1904 το σημερινό σύστημα και προχώρησε τότε σε εκ των υστέρων απονομή χρυσών, ασημένιων και χάλκινων μεταλλίων στους τρεις πρώτους αθλητές του κάθε αγωνίσματος, ώστε να συμβαδίζουν με το σύστημα που ισχύει από τότε μέχρι σήμερα.[18]
Θέση | Χώρα | Χρυσά | Αργυρά | Χάλκινα | Σύνολο |
---|---|---|---|---|---|
1 | Ηνωμένες Πολιτείες | 11 | 7 | 2 | 20 |
2 | Ελλάδα | 10 | 18 | 19 | 47 |
3 | Γερμανία | 6 | 5 | 2 | 13 |
4 | Γαλλία | 5 | 4 | 2 | 11 |
5 | Μεγάλη Βρετανία | 2 | 3 | 2 | 7 |
6 | Ουγγαρία | 2 | 1 | 3 | 6 |
7 | Αυστρία | 2 | 1 | 2 | 5 |
8 | Αυστραλία | 2 | 0 | 0 | 2 |
9 | Δανία | 1 | 2 | 3 | 6 |
10 | Ελβετία | 1 | 2 | 0 | 3 |
11 | Μικτή ομάδα | 1 | 0 | 1 | 2 |
Σύνολο (11 χώρες) | 43 | 43 | 36 | 122 |
Τελετή λήξης
Το πρωί της Κυριακής 12 Απριλίου, ο Βασιλιάς Γεώργιος οργάνωσε ένα επίσημο γεύμα στα Ανάκτορα προς τιμήν των ολυμπιονικών, των ξένων αθλητών, των κριτών και των αντιπροσώπων του ξένου Τύπου (αν και κάποια αγωνίσματα δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί). Κατά την ομιλία του στο τέλος του προγεύματος, ξεκαθάρισε ότι κατά τη γνώμη του θα έπρεπε οι Ολυμπιακοί Αγώνες να διεξάγονται μόνιμα στην Αθήνα.[38]
Η επίσημη τελετή λήξης πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 15 Απριλίου, αφού είχε αναβληθεί την προηγούμενη ημέρα λόγω κακοκαιρίας. Η βασιλική οικογένεια βρισκόταν και πάλι εκεί για να παρακολουθήσει την τελετή, η οποία “άνοιξε” με τον Εθνικό ύμνο της Ελλάδας και μία ωδή του Πινδάρου στα αρχαία ελληνικά από τον Τζορτζ Στιούαρτ Ρόμπινσον (Βρετανό αθλητή και λόγιο).[39]
Στη συνέχεια, ο Βασιλιάς βράβευσε τους νικητές των Αγώνων. Οι νικητές έπαιρναν ένα ασημένιο μετάλλιο, ένα κλαδί ελιάς και ένα αναμνηστικό δίπλωμα, ενώ οι δεύτεροι έπαιρναν ένα χάλκινο μετάλλιο, ένα κλαδί δάφνης και το δίπλωμα. Ειδικά και μόνο στην πρώτη σύγχρονη Ολυμπιάδα, οι τρίτοι δεν έπαιρναν μετάλλιο, όπως προαναφέρθηκε.[40]
Μερικοί από τους νικητές πήραν κάποια επιπλέον βραβεία, όπως ο Σπύρος Λούης που πήρε ένα κύπελλο από τον Μισέλ Μπρεάλ, φίλο του Κουμπερτέν, ο οποίος είχε εμπνευστεί το αγώνισμα του μαραθωνίου. Με τον αλυτάρχη Κωνσταντίνο Μάνο στην κεφαλή, ο Λούης οδήγησε τους αθλητές που πήραν μετάλλια σε ένα γύρο του θριάμβου γύρω από το Στάδιο, ενώ παιζόταν ο Ολυμπιακός Ύμνος.[41]
Στο τέλος της παρέλασης, ο Βασιλιάς Γεώργιος αναφώνησε μεγαλόφωνα: “Κηρύττω την λήξιν των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων”.[42] Στη συνέχεια αποχώρησε από το Στάδιο, ενώ η μπάντα έπαιζε τον Εθνικό ύμνο και το πλήθος ζητωκραύγαζε.[39] Ακολούθησε πορεία προς τα Ανάκτορα από το ενθουσιασμένο πλήθος, ενώ το βράδυ φωταγωγήθηκε με πυρσούς η Ακρόπολη και τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποίησαν τους προβολείς τους για να φωτίσουν τον αττικό ουρανό, κλείνοντας έτσι με θεαματικό τρόπο τους Αγώνες.[41]
Φωτογραφικό υλικό
-
Η πρώτη Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή
-
Η είσοδος στο Παναθηναϊκό Στάδιο
-
Ο Χέρμαν Βάινγκερτνερ στους κρίκους
-
Ο Καρλ Σούμαν στο άλμα
-
Ο Σπύρος Λούης ντυμένος τσολιάς