Θωμάς Μπίμης & Νίκος Συρανίδης: πώς η Ελλάδα έφαγε τα «άγνωστα» χρυσά παιδιά της

Τότε που έκαναν όλη την Ελλάδα να τους θυμηθεί. Για λίγο…

Αναδημοσίευση από το Andro

https://www.andro.gr/kentrika-themata/thomas-bimis-nikos-syranidis-story/

Σε μια χώρα που έχει μάθει να κάνει ήρωες μόνο τους ποδοσφαιριστές, ποιος θυμάται τα δύο παιδιά της συγχρονισμένης κατάδυσης που πήραν χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας; Κι όμως, θα μπορούσαν να είναι διαρκή παραδείγματα θέλησης και επίμονης. Ισως σε κάποια άλλη χώρα… Γράφει ο Στέλιος Μαρκάκης.

Σε ούτε 1,5 χρόνο από σήμερα, θα κλείνει 20ετία από την ημέρα έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Όσοι, τότε, θα κλείνουν τα 20, 22 τους χρόνια είναι μάλλον αδύνατον να κατανοήσουν πραγματικά σε τι κλίμα έγιναν, συνολικά οι αγώνες. Αθλητικά, ένα μήνα και κάτι μέρες μετά την κατάκτηση και του EURO 2004, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν, κυριολεκτικά, μαγευτική. Γεμάτη ελπίδα, καμάρι, προσδοκίες, όνειρα.
Σε κοινωνικό επίπεδο, πάλι, η πρωτοφανής στα χρονικά εθελοντική προσφορά κάθε είδους υπηρεσίας για τους αγώνες, από χιλιάδες ανθρώπους, κάθε ηλικίας, έστελνε ένα σπάνιο για τα ελληνικά πράγματα μήνυμα σύμπνοιας και συμπόρευσης σ’ έναν μεγάλο στόχο.
Και οικονομικά, αν και το μεγάλο φιάσκο της χρηματιστηριακής φούσκας ήταν σχετικά πρόσφατο και είχε αφήσει σοβαρό αντίκτυπο, είχε πια “σβήσει” σιγά σιγά στο μυαλό των πολλών. Δεν ήταν ακριβώς και “χρυσές” εποχές για την τσέπη των πολιτών, δεν είχαν, ωστόσο και καμία σχέση με τα όσα ζει η χώρα από το 2010 και μετά.
Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες υπήρξε πλήρης αποτυχία ενός ολόκληρου συστήματος να ενισχύσει και να ανυψώσει συνολικά τον ελληνικό αθλητισμό.
Η ονειρική τελετή, το τροχαίο Κεντέρη-Θάνου και η δίψα για ένα μετάλλιο… Η τελετή που άνοιξε τους Αγώνες στο ανακαινισμένο Ολυμπιακό Στάδιο στις 13 Αυγούστου, ήταν ένα αισθητικό αριστούργημα, γεμάτο συμβολισμούς, που ανέδειξε με τον πιο ωραίο -με την κυριολεκτική έννοια της λέξης – τρόπο το τεράστιο πολιτιστικό απόθεμα της Ελλάδας, αλλά και την αντίστοιχη δυναμική της σ’ αυτόν τον τομέα.
Βεβαίως, για να μην τα θυμόμαστε και όλα ωραία και καλά, ο Κώστας Κεντέρης, που επρόκειτο να ήταν ο τελευταίος λαμπαδηδρόμος στο ΟΑΚΑ ήταν απών και αποκλεισμένος από τους αγώνες -όπως και η Θάνου, επίσης, διότι είχαν χάσει τρίτο σερί έλεγχο ντόπινγκ. Ο τρίτος ήταν αιφνίδιος, στις 12 Αυγούστου, αλλά, ενώ όλοι τους αναζητούσαν επί ώρες, από το βράδυ εκείνης την ημέρας ο Ολυμπιονίκης του Σίδνεϊ και η Κατερίνα Θάνου είχαν βρεθεί, εν τέλει, στο ΚΑΤ, εξαιτίας ενός ατυχήματος με τη μοτοσυκλέτα του Κεντέρη.
Η υπόθεση -και οι υποθέσεις γύρω απ’ αυτήν… – τράβηξαν για πολύ καιρό και, σε κάθε περίπτωση, έριξαν τη βαριά σκιά τους στους αγώνες. Πέρα απ’ αυτό, ωστόσο, όταν, εν τέλει, ο Νίκος Κακλαμανάκης άναβε την ιερή φλόγα στο βωμό, το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν η αισιοδοξία και η περηφάνια.
Με άλλα λόγια, καμία σχέση με την απογοήτευση και τον προβληματισμό που λίγα χρόνια μετά θα έφερνε σε όλους και το απροσδιόριστο, πρακτικώς, αλλά σίγουρα τερατώδες πραγματικό (έμμεσο κυρίως) οικονομικό κόστος των αγώνων και η εγκληματική εγκατάλειψη, ο επακόλουθος μαρασμός και, τελικά, η απαξίωση πανάκριβων Ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Κυρίως, όμως, η πλήρης αποτυχία ενός ολόκληρου συστήματος να ενισχύσει και να ανυψώσει συνολικά τον ελληνικό αθλητισμό μετά από τη φοβερή ώθηση που του είχε δώσει η διοργάνωση…
Το να πάρει η Ελλάδα χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες στη συγχρονισμένη κατάδυση ήταν σενάριο σουρεαλιστικής σάτιρας.
Ενα «χρυσό» δίδυμο. Η Ελλάδα ως… “αντί-Μίδας”, που κάνει το χρυσάφι, χώμα…
Και ειδικά σε ό,τι αφορά σ’ αυτό το τελευταίο, η αποκαρδιωτική ιστορία του πλέον “ξεχασμένου” -και πλέον απρόσμενου! – χρυσού ολυμπιακού μεταλλίου στα αθλητικά χρονικά της χώρας μας, ίσως συνιστά το απόλυτο case study για το πώς η Ελλάδα καταφέρνει συχνά πυκνά να λειτουργεί περίπου ως… “αντί-Μίδας”. Να πιάνει χρυσάφι και να το κάνει χώμα, με άλλα λόγια…
Η ημερομηνία είναι η 16η Αυγούστου του 2004. Και είναι πια σχεδόν 10 το βράδυ όταν το περίπου αδιανόητο για το συγκεκριμένο άθλημα, συμβαίνει. Ο περίφημος Ρώσος Ντμίτρι Σαούτιν κάνει λάθος αρχάριου βηματίζοντας στον βατήρα. Κι ένας από τους δύο Κινέζους αθλητές στη συγχρονισμένη κατάδυση από βατήρα 3 μέτρων, πέφτει τόσο άτσαλα στο νερό! Το όνειρο ενός ελληνικού χάλκινου, έστω, μεταλλίου, έρχεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Και μάλιστα… σε άλλο, πιο λαμπερό χρώμα.
Θωμάς Μπίμης και Νίκος Συρανίδης έχουν, κατά τη διάρκεια των αγώνων βρεθεί πρώτοι στην κατάταξη, μετά τέταρτοι, μετά τρίτοι. Η προτελευταία τους προσπάθεια είναι και η καλύτερη. Συμβαίνει και ό,τι συμβαίνει με τους Κινέζους και τον Σαούτιν και ξαφνικά, το σύντομο ανέκδοτο “ελληνικό χρυσό στις καταδύσεις”, γίνεται για τη χώρα μας το πρώτο χρυσό των Αγώνων που φιλοξενεί στην πρωτεύουσά της μετά από 108 χρόνια!
Για όσους ασχολούνται με το άθλημα, το να πάρει η Ελλάδα χρυσό μετάλλιο σε Ολυμπιακούς Αγώνες στη συγχρονισμένη κατάδυση ήταν σενάριο τόσο σουρεαλιστικής σάτιρας που έμοιαζε βγαλμένο από τα μυαλά ενός Τζον Κλιζ, ενός Τέρι Γκίλιαμ, ενός Γκρέιαμ Τσάπμαν -κάποιου, τέλος πάντων από τους ανόσιους Monty Python, των καλών τους εποχών. Ή και το μυαλό… όλων μαζί εδώ που τα λέμε…
Λίγοι πλέον θυμούνται ότι το μετάλλιο των Μπίμη-Συρανίδη ήταν το πρώτο, από τα 6 συνολικά, ελληνικά χρυσά μετάλλια στους Αγώνες της Αθήνας.
Αδιανόητο -αλλά πραγματικότητα – τότε, αδιανόητο -σκέτο – σήμερα…
Δυστυχώς, όχι σήμερα πια, 20 χρόνια μετά, αλλά, πρακτικώς, από την επόμενη ημέρα εκείνου του απίθανου άθλου, το να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο έγινε ξανά σαρκαστικό σενάριο, αντί να αποτελέσει έναυσμα για να ανθίσει στη χώρα όπου κάθε χρόνο πνίγονται πάνω από 350 άνθρωποι, αν όχι ειδικά οι καταδύσεις, τουλάχιστον ο υγρός στίβος γενικά. Και, φυσικά, αντί Μπίμης και Συρανίδης να είναι μόνιμα και σταθερά από τα πρώτα ονόματα στο στόμα ή το πληκτρολόγιο κάθε επαγγελματία ή επίδοξου αθλητικού συντάκτη ως εκθαμβωτικά παραδείγματα θέλησης και πίστης στο καλύτερο, λίγοι πλέον θυμούνται καν ότι δικό τους ήταν το πρώτο, από τα 6 συνολικά, ελληνικά χρυσά μετάλλια στους Αγώνες της Αθήνας. (Για την ακρίβεια και πρώτο μετάλλιο γενικά, αφού το χάλκινο του Λεωνίδα Σαμπάνη, που προηγήθηκε χρονικά, του αφαιρέθηκε εν τέλει μετά από το ντόπινγκ κοντρόλ…)
Στις μέρες μας, των σόσιαλ μίντια, οι δυο τους ίσως είχαν και τη δέουσα προσωπική προβολή που τους αναλογούσε. Αλλά εκείνη ήταν διαφορετική εποχή. Η κλασική αδιαφορία σχεδόν σύσσωμου του Τύπου, αθλητικού και μη, για ό,τι “δεν πουλάει”, συντηρεί αυτόν τον φαύλο κύκλο με τρόπο νομοτελειακό, άλλωστε. “Πουλάει” ό,τι γίνεται γνωστό. Εφόσον δε γίνεται, δεν “πουλάει”. Και άρα… δε γίνεται γνωστό. Και φτου κι απ’ την αρχή.
Εχουν περάσει κοντά δέκα χρόνια από εκείνη τη στιγμή και η ζωή έχει αλλάξει για τον Θωμά Μπίμη και τον Νίκο Συρανίδη.
Μια διπλή αδικία για δυο αθλητές πραγματικά πρότυπα… Ήταν -και παραμένει – μια διπλή αδικία αυτή για τους δυο αθλητές, Διότι όχι μόνον δεν έζησαν αναγνώριση ανάλογη του κατορθώματός τους, αλλά το κοινό δε γνώρισε ποτέ καλά και δύο σπουδαίους, πρόσχαρους, σεμνούς, με ωραίο χιούμορ και “έξω καρδιά” χαρακτήρες, απ’ αυτούς που αξίζουν να γίνονται πρότυπα για τα νέα παιδιά και να τα τραβήξουν στον αθλητισμό.
Σε μια απολαυστική συνέντευξή τους στη συνάδελφο Μαρία Καούκη πριν από μερικά χρόνια, Μπίμης και Συρανίδης έδειξαν πολλές πτυχές αυτής τους της χαρισματικής προσωπικότητας, αλλά και του σπάνιου “δεσίματος” που είχαν μαζί.
Για παράδειγμα, ο Νίκος Συρανίδης όχι μόνο δεν έβαλε σε δεύτερη μοίρα την ατυχία του Κινέζου, αλλά μίλησε έως και για κάνα… “μισαδάκι στη βαθμολογία τους παραπάνω” λόγω… καυτής έδρας.
Ο Συρανίδης τρεις μήνες πριν από τους αγώνες είχε κάνει 13 ράμματα στην πλάτη, μετά από τροχαίο με το αυτοκίνητό του.
Λίγο μετά λέει και το πιο χαρακτηριστικό -και τόσο αληθινό: “Άκουσα, μετά, πάνω στο χαμό των πανηγυρισμών να μας φωνάζουν ‘Θωμά’ και ‘Νίκο’ άνθρωποι (σ.σ. του Τύπου) που δεν μας γνώριζαν κι έκαναν σαν να ήμασταν φίλοι χρόνια… Δε θα το έλεγα αν ήταν άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με το ρεπορτάζ. Αλλά εκείνη τη στιγμή, τα ‘’πήρα’’. Απάντησα ‘Ώπα! Ώπα! Ποιος Νίκος και ποιος Θωμάς; Συρανίδης, Μπίμης και δεν ασχολούμαστε με τις καταδύσεις που φορούν μπουκάλες, ούτε ψαρεύουμε ροφούς!” (Σ.σ: Κλασικό πείραγμα στα κολυμβητήρια για τους καταδύτες…)
Φευ, η… μεταλλιολαγνεία της τηλεόρασης είναι εφήμερη. Και πολύ σύντομα ο “Θωμάς” κι ο “Νίκος” δεν έγιναν καν “Μπίμης” και “Συρανίδης”, αλλά ανάμνηση παλιά, κίτρινο (έστω και έντονου χρυσαφί χρώματος) γράμμα στο συρτάρι.
Μια σπουδαία “χημεία” που έφερε μια σπουδαία επιτυχία… Κι όμως. Όλα θα έπρεπε να είναι διαφορετικά. Διότι, ακόμη και αμιγώς αθλητικά αν το δει κανείς, η συνύπαρξή τους στους βατήρες -σ’ ένα αγώνισμα όπου ο συγχρονισμός είναι το παν – δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση. Στα 29 του τότε (γεν. 11/6/1975), ο Θωμάς Μπίμης έχει μπόι 169 εκατοστά και βάρος 69 κιλά. Αλλά ο Νίκος Συρανίδης (28,5 χρονών τότε, γεν. 26/2/1976) ήταν 6 πόντους ψηλότερος κι 6 κιλά βαρύτερος. Αναγκαστικά έπρεπε να βρουν τέλεια χημεία ώστε να μπορούν, μ’ αυτή τη διαφορά βάρους, βασικά, να σηκώνονται από το βατήρα την ίδια ακριβώς στιγμή και το ίδιο να καταφέρνουν και πέφτοντας στο νερό.
Ο Συρανίδης πάλι, τρεις μήνες πριν από τους αγώνες είχε κάνει 13 ράμματα στην πλάτη, μετά από τροχαίο με το αυτοκίνητό του. Ο Μπίμης είχε υποχρεώσεις και με την υπηρεσία του, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας -ήταν ήδη στο Πολεμικό Ναυτικό και μετά τους αγώνες, χάρη στο χρυσό έγινε Πλωτάρχης, όπως είναι σήμερα και ο Συρανίδης. Είχαν επίσης διαφορετικούς προπονητές: ο Θωμάς τον άνθρωπο-καταδύσεις στην Ελλάδα, τον Πέτρο Φυρίγο, ο Νίκος τον Γιούρι Αρταμόνοφ.
Ναι. Για το χρυσό τους το 2004 έπαιξε ρόλο και η τύχη. Όμως η τύχη είναι αναπόσπαστο μέρος κάθε αγωνίσματος και κάθε παιχνιδιού. Αντίθετα, το γεγονός ότι εκείνη η τόσο φωτεινή φλόγα που άναψαν με το επίτευγμά τους δεν έγινε -καλώς εννοούμενη – “πυρκαγιά”, καθόλου δεν έχει να κάνει με την τύχη. Έχει να κάνει με τη μόνιμη… ατυχία του ελληνικού αθλητισμού. Στις χαρές και τις πρωτιές του, όλοι είναι εκεί -για τη λεζάντα. Μόλις τα φώτα της ράμπας σβήνουν, όμως, έρχεται η λήθη, η αδιαφορία και η παρακμή…
Οι πλέον “ατραγούδιστοι” χρυσοί ολυμπιονίκες μας ασχολούνται ακόμη με τις καταδύσεις αντιμετωπίζοντας καθημερινά προβλήματα και ελλείψεις.
Ακόμη στο χώρο, αλλά με αγωνία για το σήμερα και το αύριο του αθλήματος…
Οι πλέον “ατραγούδιστοι” χρυσοί ολυμπιονίκες μας ασχολούνται ακόμη με τις καταδύσεις. Ο Μπίμης μετά από αρκετά χρόνια ως βοηθός ομοσπονδιακός προπονητής, είναι πια μόνον διεθνής κριτής σε αγώνες και ο Συρανίδης ίδρυσε το σύλλογο καταδύσεων 5 Κύκλοι. Κατά καιρούς, κάποιος όλο και θυμάται να τους ρωτήσει για εκείνο το μετάλλιο, αλλά και για τη σημερινή κατάσταση στο άθλημα.
Όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς οι αντίστοιχες απαντήσεις είναι διαμετρικά αντίθετες σε διάθεση. Χαρά και χαμόγελα για εκείνη τη μαγική βραδιά, προβληματισμός και αγωνία για το σήμερα και το αύριο του αγωνίσματος στην Ελλάδα.
Τα παράπονά τους κοινά. Και… αδιανόητα. Απίστευτες ελλείψεις σε προπονητικούς χώρους, κανένα ανοικτό καταδυτήριο δε λειτουργεί, οικονομικά προβλήματα, διοικητικά προβλήματα, κάθε είδους προβλήματα. Αλλά λύσεις… ούτε με το σταγονόμετρο.
Η… μεταλλιολαγνεία της τηλεόρασης είναι εφήμερη. Πολύ σύντομα ο “Θωμάς” κι ο “Νίκος” δεν έγιναν καν “Μπίμης” και “Συρανίδης”, αλλά ανάμνηση παλιά, κίτρινο γράμμα στο συρτάρι.
«Αντί για σκαλοπάτι για να πάει μπροστά το άθλημα, καμιά φορά αισθάνομαι ότι εκείνο το μετάλλιο ήταν η ταφόπλακά του», έχει φτάσει να πει ο Θωμάς Μπίμης. “Αντί για σκαλοπάτι για να πάει μπροστά το άθλημα, καμιά φορά αισθάνομαι ότι εκείνο το μετάλλιο ήταν η ταφόπλακά του”, έχει φτάσει να πει ο Θωμάς Μπίμης. “Απογοητεύτηκα τόσο πολύ από την κατάσταση αποσύνθεσης που έβλεπα γύρω μου, ώστε εγκατέλειψα το χώρο κάποια στιγμή, μέχρι που το 2015, γύρισα σ’ αυτό που αγαπώ και έφτιαξα το δικό μου σύλλογο”, έχει πει ο Νίκος Συρανίδης…
Οι δυο σπουδαίοι καταδύτες μας, δεν είναι, φυσικά, οι μόνοι με αντίστοιχες αγωνίες και δυσθυμίες. Η μοίρα όσων ασχολούνται με τα “μικρά” σπορ στην Ελλάδα είναι, δυστυχώς, αμετάβλητη εδώ και πολλές δεκαετίες. Η έλλειψη κεντρικού σχεδιασμού, οι μικροπολιτικές σε υπουργεία και ομοσπονδίες, η “επιδερμική” αντιμετώπισή τους από την τηλεόραση κυρίως -αλλά και συνολικότερα από τα ΜΜΕ – η κοντόφθαλμη διαφημιστική πολιτική πολλών εταιρειών-χορηγών, όλα παίζουν το ρόλο τους γι’ αυτή την κατάσταση.

Στην περίπτωση του Μπίμη και του Συρανίδη, αλά “Καζαμπλάνκα”, οι δυο τους θα έχουν, τουλάχιστον για πάντα να θυμούνται όχι το Παρίσι, αλλά την Αθήνα της 16ης Αυγούστου 2004. Για άλλες και άλλους δεν υπάρχει καν μια τέτοια παρηγοριά. Και, δυστυχώς, για όσους αγαπούν τον αθλητισμό συνολικά, μάλλον δεν υπάρχει, προς το παρόν και καμία ελπίδα να δουν κάτι να αλλάζει…