1996, Ατλάντα
5η Ολυμπιακή θέση
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης (Νίκαια Αττικής, 1 Ιανουαρίου 1959) είναι Έλληνας πρώην διεθνής καλαθοσφαιριστής και νυν προπονητής. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες που έχει αναδείξει η ελληνική καλαθοσφαίριση. Αποτέλεσε κορυφαίο πλέι μέικερ της εποχής του σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μαζί με τον Νίκο Γκάλη, τους σπουδαιότερους Έλληνες παίκτες.[1][2] Ως αθλητής έχει κατακτήσει τίτλους και ατομικές διακρίσεις σε επίπεδο συλλόγων αλλά και εθνικών ομάδων, ενώ είναι ο μόνος στο ευρωπαϊκό μπάσκετ που έχει κατακτήσει Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και ως παίκτης και ως προπονητής.[3] Το 2021 εισήχθη στο Hall of Fame της Διεθνoύς Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης.[4][5]
Γεννημένος την πρωτοχρονιά του 1959 από φτωχή οικογένεια, έγραψε μία από τις μεγαλύτερες ιστορίες στον κόσμο του αθλητισμού στην Ελλάδα. Κατέκτησε διαδοχικά πρωταθλήματα και κύπελλα με τον Άρη Θεσσαλονίκης, έγινε πρωταθλητής Ευρώπης στην τελευταία χρονιά της καριέρας του σε συλλογικό επίπεδο με τον Παναθηναϊκό, ενώ ήταν ο αρχηγός της Εθνικής Ελλάδας που εκτοξεύτηκε στην κορυφή της Ευρώπης με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1987 και του αργυρού μεταλλίου στην επόμενη διοργάνωση. Η καριέρα του ως προπονητή είναι ανάλογα επιτυχημένη οδηγώντας την εθνική ομάδα στην κατάκτηση ενός ακόμα ευρωπαϊκού τίτλου το 2005 και της δεύτερης θέσης ένα χρόνο αργότερα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.[6] Σκόρερ πέρα από κάθε φαντασία- μία πτυχή του που «υποχώρησε» αναγκαστικά μετά τη μεταγραφή του στον Άρη-, ήταν ταυτόχρονα και ένας από τους ελάχιστους που χαμήλωναν τα γόνατα και θυσιάζονταν στα μετόπισθεν, σε μια εποχή που η «άμυνα» ήταν όρος άγνωστος στην ευρεία μάζα των καλαθοσφαιριστών, που προτιμούσαν να αμύνονται με τα μάτια όταν καλούνταν να μαρκάρουν. Ηγέτης, αρχηγός, ψυχή, καρδιά όλα στον ανώτατο βαθμό, ένας παίκτης που ζούσε για το μπάσκετ και έδινε σε κάθε αγώνα το μέγιστο των δυνάμεών του και αποτελούσε κινούμενη έμπνευση για τους συμπαίκτες του.
Τα πρώτα χρόνια
Ο πατέρας του, ονόματι Δημήτρης, επιδιόρθωνε ποδήλατα και η μητέρα του, Καλλιόπη, δούλευε υφάντρια στις βιοτεχνίες της Κοκκινιάς και του Μπαρουτάδικου και ταυτόχρονα φρόντιζε να φάνε και να ντυθούν τα πέντε αγόρια της με τελευταίο τον Παναγιώτη. Στο σχολείο τού άρεσαν τα μαθηματικά και ήθελε να περάσει στο Πολυτεχνείο και να γίνει πολιτικός μηχανικός, αλλά το πεπρωμένο του διέφερε. Μέχρι τα δώδεκα χρόνια του στεκόταν αμήχανος μπροστά στην ασπρόμαυρη και την πορτοκαλί μπάλα, που ακόμα απείχε ως δέλεαρ. Η αγάπη του όμως για τα ομαδικά σπορ δεδομένη.[7]
Στο πρόσωπο του τότε προπονητή του Ιωνικού, Βύρωνα Κρίθαρη και πρώην μπασκετμπολίστα της ΧΑΝ Νίκαιας ο Γιαννάκης βρήκε τον προπονητή, το δάσκαλο, τον καθοδηγητή, έχοντας μπει στην ομάδα χωρίς τη συναίνεση των γονιών του. Όταν τον αντίκρισε για πρώτη φορά ο Κρίθαρης και συνειδητοποίησε περί τίνος πρόκειται, προέβλεψε ότι «κάποτε αυτός θα είναι η ιστορία του ελληνικού μπάσκετ από το άλφα έως το ταυ».[8]
Καριέρα σε συλλόγους
1972–1984: Ηγέτης του Ιωνικού Νικαίας
Πρώτη ομάδα της καριέρας του Παναγιώτη Γιαννάκη υπήρξε ο Ιωνικός Νικαίας από το 1972. Σε ηλικία 13 χρονών εντάχθηκε στην πρώτη ομάδα και συμπεριλαμβανόταν στην δεκάδα του Ιωνικού για τους αγώνες του πρωταθλήματος της Β’ Εθνικής. Σύμπτωση, η οποία έμελλε να αποκαλυφθεί σε όλο το μεγαλείο αργότερα: προπονητής του Ιωνικού εκείνη την εποχή ήταν ο Γιώργος Βασιλακόπουλος. Ελλείψει χρημάτων, τον πρώτο καιρό ο Γιαννάκης έπαιζε με παπούτσια που τα πήγαινε στον τσαγκάρη για να του τα μπαλώσει. Η φήμη του ξεπέρασε πολύ γρήγορα τα στενά όρια της Νίκαιας και απλώθηκε σε ολόκληρη την Αττική αυξάνοντας τους φιλάθλους της ομάδας.[8][9] Με ηγέτη τον Γιαννάκη το 1976 ο Ιωνικός Νικαίας κατέκτησε το πρωτάθλημα Ελλάδας εφήβων στη Λάρισα με αντίπαλο τον Ηρακλή.[10] Έκανε το ντεμπούτο του στο Πρωτάθλημα της Α’ Εθνικής στις 30 Νοεμβρίου του 1975 και σε ηλικία 16 ετών και 10 μηνών σημείωσε 21 πόντους και οδήγησε τον Ιωνικό στη νίκη επί της ΑΕΚ με 73—64.[11] Στις 12 Σεπτεμβρίου 1976, στο Τουρνουά της ΔΕΘ, ο Γιαννάκης αγωνίστηκε για πρώτη φορά με την Εθνική ανδρών.[12] Παράλληλα με το μπάσκετ, κατάφερε να σπουδάσει στην τότε ΕΑΣΑ και να πάρει το πτυχίο του καθηγητή σωματικής αγωγής.
Με τη βοήθειά του ο Ιωνικός προβιβάστηκε στην πρώτη κατηγορία και αποτέλεσε μια αξιόλογη ομάδα καθώς τερμάτισε στην 5η θέση το 1978 και την 6η θέση το 1979 κερδίζοντας τη συμμετοχή στο Κύπελλο Κόρατς. Στον πρώτο γύρο αντιμετώπισε την ελβετική Σιόν με νίκη 113—104 στην Αθήνα με 32 πόντους του Γιαννάκη, χάνοντας την πρόκριση στη ρεβάνς μετά το 95—83 των Ελβετών με τους 42 πόντους του μεγάλου ταλέντου της Νίκαιας να μην αποδεικνύονται αρκετοί.[13] Αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος για την περίοδο 1979—80 με 766 πόντους.[14] Η μέχρι τότε πορεία του ήταν αρκετή για να κληθεί για πρώτη φορά στην Μικτή Ευρώπης σε αγώνα με τη Μακάμπι στο Τελ Αβίβ στις 4 Σεπτεμβρίου 1980.[15] Το 1981 σε αγώνα Ιωνικού-ΑΕΚ έπαιξε 40 λεπτά με κάταγμα του σκαφοειδούς και μετά διαπιστώθηκε ότι δεν έχει πρόσθιους χιαστούς στο αριστερό του γόνατο και όταν το έμαθε συνέχισε να αγωνίζεται για άλλα 15 χρόνια. Μάλιστα σε εκείνο τον αγώνα σκαούτερ της Βίρτους Μπολόνια ήταν στο γήπεδο για να τον παρακολουθήσει.[11][16] Ο δημοσιογράφος Βασίλης Σκουντής έμενε κοντά στο πατρικό του και του έδωσε το προσωνύμιο «δράκος» από τον τρόπο που έπαιζε κυνηγώντας όλες τις φάσεις, με τους οι συμπαίκτες του να του λένε «σταμάτα να κυνηγάς όλες τις μπάλες πάνω-κάτω» και επιθετικά αγωνιζόμενος χωρίς φόβο.[17]
Την περίοδο 1980—81 στις 24 Ιανουαρίου 1981 με αντίπαλο τον Άρη Θεσσαλονίκης σημείωσε 73 πόντους σε έναν αγώνα που έληξε με σκορ 113—114 στην παράταση (κανονική διάρκεια 101—101) υπέρ του Άρη με το Γκάλη να σημειώνει 62 πόντους. Ο Γιαννάκης μέτρησε 29 στα 40 δίποντα (72,5 %) και 15 στις 16 βολές, ενώ μάζεψε και 9 ριμπάουντ.[10][18][19][20] Οι αγώνες Άρη – Ιωνικού, ήταν η χαρά των φιλάθλων, με το πλούσιο θέαμα και χορταστικό θέαμα και τα μεγάλα σκορ που πρόσφεραν οι δύο κορυφαίοι παίκτες, οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι συνολικά πέντε φορές. • 24/1/81: Ιωνικός – Άρης 113-114 (Γιαννάκης 73, Γκάλης 62) • 13/6/81: Άρης – Ιωνικός 116-85 (Γκάλης 51, Γιαννάκης 46) • 23/2/83 (Λάρισα): Άρης – Ιωνικός 116-85 (Γκάλης 52, Γιαννάκης 51) • 10/12/83: Άρης – Ιωνικός 107-72 (Γκάλης 39, Γιαννάκης 32) • 17/3/84 (Κόρινθος): 99-112 (Γιαννάκης 34, Γκάλης 45).[21] Το 1982 ο Γιαννάκης επιλέχθηκε στο νούμερο 205 του NBA Ντραφτ από τους Μπόστον Σέλτικς. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που επιλέχθηκε από ομάδα του ΝΒΑ δίχως να έχει παράλληλα την αμερικανική υπηκοότητα, αλλά και ο πρώτος το κατάφερε έχοντας διδαχθεί το μπάσκετ στην Ελλάδα. Πολέμησε για μία θέση και κόπηκε από τον Μπιλ Φιτς την τελευταία στιγμή, θύμα μιας συνωμοσίας ατυχών συμπτώσεων: ο Ντάνι Έιντζ, ο οποίος είχε εγγυημένο συμβόλαιο από το 1980, παράτησε το μπέιζμπολ και αποφάσισε να παίξει μπάσκετ. Την επόμενη μέρα, επέστρεψε στην ενεργό δράση ο σέντερ Ντέιβ Κάουενς, ο οποίος είχε σταματήσει για ένα χρόνο να παίζει. Τότε οι Σέλτικς προχώρησαν σε μία ανταλλαγή, στέλνοντας τον Κάουενς στο Μιλγουόκι απ’ όπου πήραν έναν από τους καλύτερους αμυντικούς γκαρντ, τον Κουίν Μπάκνερ. Έτσι επέστρεψε στην Ελλάδα, αλλά οι Σέλτικς, που δεν ήθελαν να τον χάσουν, του πρότειναν να παίξει στο CBA και να παραμείνει υπό την παρακολούθησή τους, αλλά ο Γιαννάκης φοβήθηκε ότι θα χαρακτηριζόταν επαγγελματίας και δεν θα είχε δικαίωμα συμμετοχής στην Εθνική ομάδα.[8][9] Επιπλέον, τον Οκτώβριο του 1981 έχοντας παραμείνει στις Ηνωμένες Πολιτείες υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο γόνατο για τον οποίο χειρουργήθηκε με αφαίρεση χιαστών συνδέσμων, κάτι που δεν έγινε ευρέως γνωστό. Επανήλθε στις προπονήσεις τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους και πρόλαβε να αγωνιστεί στο τέλος της σεζόν βοηθώντας τον Ιωνικό που κινδύνευε με υποβιβασμό να σωθεί.[22][23][24]
1984–1987: Κυρίαρχος στην Ελλάδα με τον Άρη
Το καλοκαίρι του 1984 αποκτήθηκε από τον Άρη, ο οποίος δεν είχε καταφέρει να επικυρώσει με τίτλους την ανωτερότητά του καθώς στα 4 χρόνια που βρισκόταν ο Νίκος Γκάλης στη σύνθεσή του είχε κατακτήσει μόνο το πρωτάθλημα το 1983. Η συμφωνία επιβεβαιώθηκε στις 3 Αυγούστου.[25][26] Το 1984 η ομάδα έχασε το πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό σε αγώνα μπαράζ και το Κύπελλο από τον συμπολίτη ΠΑΟΚ. Ο προπονητής Γιάννης Ιωαννίδης επέμενε στην απόκτησή του με τις αθηναϊκές ομάδες να είναι σε ετοιμότητα, χωρίς όμως να καταφέρουν να αποτρέψουν την άνοδο του Γιαννάκη στη Θεσσαλονίκη. Η συνεργασία του με το Γκάλη έκανε τον Άρη κυρίαρχη δύναμη στο ελληνικό πρωτάθλημα. Ο Γιαννάκης συχνά θυσίασε το «εγώ» του για να φτιάξει μαζί με τον Γκάλη το κορυφαίο ντουέτο στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Συνεννοούνταν με κλειστά μάτια στο παρκέ -κι ας μην είχαν πάντα τις καλύτερες σχέσεις εκτός αυτού- κι ήταν το πρώτο ζευγάρι κοντών που πετύχαινε μπακ ντορ (back door) συνεργασίες, στην πλάτη της άμυνας.[27][28][29] Με την πρώτη χρονιά της συνύπαρξης των δύο κορυφαίων παικτών ήρθε και το πρώτο νταμπλ με τη νίκη επί του Παναθηναϊκού στον τελικό του Κυπέλλου με 86—70 με 37 πόντους του Γιαννάκη (με 8 στα 12 τρίποντα) και 33 του Γκάλη. Η επίδοση της ομάδας ήταν 25 νίκες και μία ήττα από τον Πανιώνιο στη δεύτερη παράταση με 84—82.[30][31][32]
Στις 3 Νοεμβρίου 1986 οι κιτρινόμαυροι της Θεσσαλονίκης αντιμετωπίζουν τον ΠΑΟΚ στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο (κοινή έδρα τότε των δύο ομάδων) για την 3η αγωνιστική του πρωταθλήματος και νικούν με 76—66 με 23 πόντους του Γιαννάκη και 25 του Γκάλη. Μάλιστα ο ΠΑΟΚ θα έπρεπε να περιμένει 4 χρόνια για να ξανακερδίσει τον Άρη σε επίσημο αγώνα (τον Νοέμβριο του 1988).[33] Ο Άρης πέτυχε επίσης ένα ασύλληπτο ρεκόρ με αήττητο σερί 80 αγώνων, με το Γιαννάκη να κάνει αποχή, διεκδικώντας καλύτερο συμβόλαιο και αποδοχές που να πλησιάζουν αυτές του Γκάλη.[34] Κατά την πρώτη χρονιά ο 1984—85, Άρης συμμετείχε στην τετράδα του Κυπέλλου Κόρατς σημειώνοντας την πιο επιτυχημένη χρονιά της έως τότε ιστορίας του. Στον ημιτελικό νίκησε στον πρώτο αγώνα τη Παλακανέστρο Βαρέζε με 80—77 με τρίποντο του Γιαννάκη στην εκπνοή αλλά στην επανάληψη έχασε 95—71.[35][36][37]
Ακολούθησε ένα ακόμη πρωτάθλημα το 1986 με την ομάδα να μένει αήττητη σε 26 αγώνες, ενώ στο Κύπελλο ο Άρης γνώρισε ήττα στον ημιτελικό από τον μετέπειτα τροπαιούχο Παναθηναϊκό με 87–84 στην Αθήνα. Τον Αύγουστο κατέκτησε και το μοναδικό Σούπερ Κύπελλο στην ιστορία του με νίκες επί του κυπελλούχου της χρονιάς Παναθηναϊκού με 117–85 στη Θεσσαλονίκη και 88–104 στην Αθήνα.[38][39] Τη σεζόν 1986—87 ο σύλλογος της Θεσσαλονίκης συμμετείχε με αξιώσεις στο Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης έχοντας πλέον ισχυρή ομάδα που οι δυνατότητες διεθνούς διάκρισης να είναι αντικειμενικά υπαρκτές. Στον πρώτο γύρο αντιμετώπισε τη βελγική Σουνέρ και την απέκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες και δύο πολύ εντυπωσιακές εμφανίσεις: στις 2 Οκτωβρίου του 1986, χοροστατούντος του Γκάλη που πέτυχε 52 πόντους, συνέτριψε τους Βέλγους με 115—77 στη Θεσσαλονίκη, ενώ μία εβδομάδα αργότερα πέρασε και από την Οστάνδη με το εντυπωσιακό 125—77.[40] Στις 30 Οκτωβρίου 1986 το Παλέ ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης έζησε στιγμές δόξας καθώς ο Άρης ταπείνωσε την αποκαλούμενη τότε «24η ομάδα του NBA» Τρέισερ Μιλάνο του Μπομπ Μάκαντου και του Ντίνο Μενεγκίν υποχρεώνοντας την σε ήττα με 31 πόντους. Το ημίχρονο έληξε με το σκορ στο 60—34 υπέρ του Άρη με το εξωπραγματικό ποσοστό ευστοχίας 19 στις 23 προσπάθειες δύο πόντων. Η ιταλική ομάδα είχε προϋπολογισμό πολλαπλάσιο από αυτό των «κίτρινων», συνετρίβη στο φλεγόμενο Αλεξάνδρειο με 98—67 από έναν Άρη που έκανε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις στην ιστορία του μπροστά σε τουλάχιστον 5.000 οπαδούς του, ενώ ο Γκάλης φόρτωσε το καλάθι των Ιταλών με 42 πόντους. Το αποτέλεσμα προκαλεί αίσθηση στην Ευρώπη και οι ειδικοί του αθλήματος το θεωρούν μη αναστρέψιμο. [41][42][43] Πέντε μέρες νωρίτερα η άνετη επικράτηση επί της ΑΕΚ με 128—84 με 43 πόντους του Γκάλη και 23 του Γιαννάκη ήταν αρκετή ως ενδεικτική της κατάστασης της ομάδας.[44] Η ρεβάνς για την ιταλική ομάδα είχε μεγάλη σημασία καθώς είχαν επενδύσει πολλά για να κατακτήσουν την κορυφή της γηραιάς ηπείρου και το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου το Pala Trussardi γέμισε από κόσμο πολλή ώρα πριν από την έναρξη: 9.000 φίλαθλοι ζούσαν για ένα παιχνίδι, που θεωρητικά ήταν χαμένο στο τελικό συνδυαστικό αποτέλεσμα. Η Τρέισερ επικράτησε με 83—49, σε μία αναμέτρηση επανάληψη του πρώτου αγώνα με αντίστροφο κυρίαρχο. Η ομάδα του Μιλάνου προχώρησε και τελικά κατέκτησε το τρόπαιο εκείνη τη χρονιά. Ένα χρόνο μετά στη Θεσσαλονίκη, ο Άρης θριάμβευε επί της Τρέισερ με 120—95.[45][46][47] Την περίοδο 1986—87 ο Γιαννάκης αναδείχθηκε πρωταθλητής και κυπελλούχος Ελλάδας. Η επιθετική επίδοση της ομάδας στο πρωτάθλημα εκείνη τη χρονιά (102,2 πόντοι ανά αγώνα) παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ.[48][49]
1987–1993: Η ευρωπαϊκή καταξίωση με τον Άρη
Οι επόμενες τρεις σεζόν αποτέλεσαν μία περίοδο που ο Άρης ήταν κυρίαρχος του αθλήματος στην Ελλάδα αλλά και μία από τις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης. Το 1988, 1989 και 1990 ο Άρης κατέκτησε το νταμπλ στην Ελλάδα. Το 1988 ο Άρης αήττητος έφτασε στον τελικό του πρωταθλήματος αντιμετωπίζοντας τον ΠΑΟΚ τον οποίο νίκησε σε δύο αγώνες κατακτώντας το τρίτο συνεχόμενο αήττητο πρωτάθλημα. Στο Κύπελλο απέκλεισε στον προημιτελικό τον μεγάλο αντίπαλο και συμπολίτη με 102–93 (με 36 πόντους του Γκάλη και 27 του Γιαννάκη) και στον τελικό της Αθήνας νίκησε την ΑΕΚ με 84–71, σε μία συνάντηση εκτεταμένων εξωαγωνιστικών επεισοδίων και με πρωταγωνιστή το Γιαννάκη που πέτυχε 35 πόντους.[50][51][52] Το 1989 ο Άρης είχε και πάλι την καλύτερη επίδοση στο πρωτάθλημα με 17 νίκες-1 ήττα, με την καινοτομία της συμμετοχής για πρώτη φορά ξένων παικτών. Ο «Δικέφαλος» της Βόρειας Ελλάδας σταμάτησε το αήττητο σερί νικώντας με σκορ 81–78 στον αγώνα του πρώτου γύρου. Η τελευταία φορά που είχε χάσει ο Αρης πριν από αυτό το παιχνίδι, ήταν στις 2 Μαρτίου του 1985 όταν ηττήθηκε από τον Πανιώνιο. Με δύο νίκες στους τελικούς επί του ΠΑΟΚ πήρε ένα ακόμα τίτλο. Στον τελικό του Κυπέλλου επικράτησε του συμπολίτη με 91–86.[53][54] Το 1990 ο Άρης επικράτησε του ομίλου των πλέι οφ του πρωταθλήματος στην τότε διοργάνωση, ενώ στον τελικό του Κυπέλλου νίκησε για μία ακόμη φορά τον ΠΑΟΚ στο ΣΕΦ με 75–62 με 35 πόντους του Γκάλη.[55][56]
Ο Άρης συμμετείχε σε τρία διαδοχικά φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης με το Γιαννάκη και το Γκάλη να ηγούνται της ομάδας, χωρίς όμως να καταφέρει να φτάσει σε κανένα τελικό. Το 1988 στον ημιτελικό της 5ης Απριλίου ο Άρης αντιμετώπισε την πρωταθλήτρια Ευρώπης Τρέισερ Μιλάνο, όπου οι 39 πόντοι του ασταμάτητου Μπομπ Μάκαντου οδήγησαν στο τελικό 87—82.[57][58][59] Το 1989 στο φάιναλ φορ του Μονάχου ο Άρης κατέκτησε την 3η θέση χάνοντας στον ημιτελικό από την Μακάμπι Τελ Αβίβ με 99—86 έχοντας ως πρώτο σκόρερ το Γιαννάκη με 25 πόντους.[60] Ήταν ίσως η πιο μεγάλη ευκαιρία της ομάδας της Θεσσαλονίκης για την κατάκτηση του τροπαίου, μιας και στον ημιτελικό ο Άρης προηγούνταν μέχρι το 30ό λεπτό, αλλά ο Παναγιώτης Γιαννάκης παρασύρθηκε από το παροιμιώδες πάθος του κι έπεσε στην παγίδα του Κέβιν Μαγκί λόγω του καβγά του Αμερικανού με τον Νίκο Φιλίππου, στον οποίο ο «δράκος» μπήκε στη μέση για να ζητήσει το λόγο και ο Άρης έχασε το ρυθμό του με την Μακάμπι να ανακάμπτει και να επικρατεί.[57][61][62] Η νίκη στο μικρό τελικό επί της Μπαρτσελόνα με 88—71 έδωσε στον Άρη την τρίτη θέση, η καλύτερη επίδοση στην ιστορία του συλλόγου στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση.[63]
Το 1990 μετά από το τρίτο του φάιναλ φορ με τον Άρη στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, αναδείχθηκε νταμπλούχος Ελλάδας. Το τρίτο φάιναλ φορ της ιστορίας του συλλόγου (η πρώτη ομάδα που κατάφερε κάτι τέτοιο) ήταν αυτό με τις λιγότερες προσδοκίες καθώς στη διοργάνωση της Σαραγόσα της Ισπανίας αντιμέτωπισε το φαβορί της διοργάνωσης Μπαρτσελόνα και έχασε με 104–83 με 26 πόντους του Γκάλη. Στο μικρό τελικό απόντος του Γιαννάκη έχασε φυσιολογικά από τη γαλλική Λιμόζ με 103—91 με 43 πόντους του Γκάλη.[57][64][65] Το 1991 ο Άρης αποκλείστηκε προς μεγάλη έκπληξη από το Κύπελλο Ελλάδας, με τον Πανιώνιο να υποτάσσει τον ΠΑΟΚ με 73–70 στον τελικό στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.[66] Το πρωτάθλημα όμως έμεινε στα χέρια και και ήταν το τελευταίο με την ομάδα της Βόρειας Ελλάδας. Μετά από αήττητη πορεία στην κανονική περίοδο στον τελικό των πλέι οφ αντιμετώπισε για τέταρτη συνεχή χρονιά τον ΠΑΟΚ που κέρδισε τους δύο πρώτους αγώνες με 74–65 και 84–79 και φαίνεται ικανός για τον τίτλο. Η συνέχεια ανήκε στον Άρη με τρεις συνεχόμενες νίκες (η τελευταία με πέντε πόντους του Γιαννάκη στα τελευταία 9 δευτερόλεπτα – ένα τρίποντο στην εκπνοή με σκορ 86–85). Στις 8 Μαΐου 1991 διεξήχθη ο επόμενος αγώνας με το Γιαννάκη σε επιθετικό οίστρο με 32 πόντους να κάνει ένα από τα μεγαλύτερα παιχνίδια της ζωής του. Με 2 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα για το τέλος, ο ΠΑΟΚ προηγείται με 78–71. Στα 1 και 41 ο Πιτ Παπαχρόνης χάνει τη βολή μία από τις δύο βολές που είχε κερδίσει και ο «δράκος» απαντά με τρίποντο. Μία ασίστ του στο 80–78 υπέρ του ΠΑΟΚ στον Μπραντ Σέλερς, ήταν αρκετή για το τελικό 81–80 και την κατάκτηση του τελευταίου πρωταθλήματος της εποχής στη μεγαλύτερη ανατροπή στην ιστορία του θεσμού.[67][68][69]
Το 1992 ο Γιαννάκης αναδείχθηκε Κυπελλούχος Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς τα οικονομικά προβλήματα είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται στο σύλλογο με τον αρχηγό της εθνικής ομάδας (και όχι μόνο αυτόν) να απέχει σε μερικούς αγώνες. Στον τελικό της 13ης Μαρτίου υπό αντίξοες συνθήκες και προβλήματα που υπήρχαν και στις δύο ομάδες, Άρης και ΑΕΚ μπόρεσαν να διασταυρώσουν τα ξίφη τους στον μεγάλο τελικό του κυπέλλου, αν και η αθηναϊκή ομάδα είχε φροντίσει να χαλάσει την ανυπομονησία των φίλων του αθλήματος, αφού στον ημιτελικό της 9ης Μαΐου είχε επικρατήσει απρόσμενα του ΠΑΟΚ (77—74). Με 14 πόντους του Γιαννάκη ο Άρης ήταν ο μεγάλος νικητής με 74—62 κατακτώντας τότε το 6ο κύπελλο της ιστορίας του, ενώ ακολούθησαν άλλα δύο, το 1998 και το 2004.[37][70][71] Η περίοδος 1992—93 υπήρξε η τελευταία του με τον Άρη ενώ ήδη είχε αποχωρήσει από το σύλλογο ο Νίκος Γκάλης. Αρχηγός πλέον και του Άρη ο Παναγιώτης Γιαννάκης, οδήγησε την ομάδα στην κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων το οποίο ήταν και το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο στην ιστορία του Άρη. Ήταν η 5η φορά που με τον Άρη βρέθηκε στα ημιτελικά ευρωπαϊκής διοργάνωσης όμως εκείνη τη χρονιά ο Γιαννάκης ευτύχησε να φτάσει στον τελικό με τη νίκη επί της Εφές Πίλσεν να κατακτήσει τον πρώτο του ευρωπαϊκό συλλογικό τίτλο. Ο Άρης ήταν εντυπωσιακός στη πορεία του και έφτασε αέρας στον τελικό -με 15 νίκες και μόλις μία ανώδυνη ήττα στο Ισραήλ. Ο σπουδαίος Αμερικανός Ρόι Τάρπλεϊ ήταν πρωταγωνιστής στη θέση του Γκάλη και σημείωσε 19 πόντους και μάζεψε 18 ριμπάουντ στον τελικό της 16ης Μαρτίου στο Τορίνο. Το τελικό 50—48 (το χαμηλότερο σύνολο στην ιστορία των τελικών των ευρωπαϊκών Κυπέλλων[37]) αντικατοπτρίζει όχι μόνο την ποιότητα της συνάντησης αλλά και την αρνητική συμβολή του τελικού, με τα επεισόδια εντός αγωνιστικού χώρου, ως βήματος προς τη προώθηση του αθλήματος στην Ευρώπη.[72][73][74]
1993–1994: Ηγέτης του Πανιωνίου
Το 1993 μεταγράφηκε στον Πανιώνιο, ακολουθώντας το παράδειγμα του Γκάλη που είχε πάει σε αθηναϊκό σύλλογο και μαζί με την μετακίνηση του Φασούλα την ίδια χρονιά μετέφεραν την μπασκετική πρωτεύουσα στην στην αθηναϊκή μεγαλούπολη.[75] Εκεί έχοντας ως συμπαίκτες το Φάνη Χριστοδούλου και τον Χένρι Τέρνερ δημιούργησαν μια αξιόλογη ομάδα που έφτασε έως τα ημιτελικά του Κυπέλλου Κόρατς όπου αποκλείστηκε από τον ΠΑΟΚ, ο οποίος στη συνέχεια κατέκτησε και το τρόπαιο.[9][76][77]
1994–1996: Στην κορυφή της Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό
Στις 15 Ιουνίου του 1994 ο Γιαννάκης, σε ηλικία 35 ετών, αφήνει στην άκρη τα κυανέρυθρα του Πανιώνιου για τα πράσινα του Παναθηναϊκού. Βρήκε ξανά ως συμπαίκτη το Νίκο Γκάλη και πρόλαβαν να αγωνιστούν μαζί έως την αποχώρηση του Γκάλη λίγο μετά το ξεκίνημα της περιόδου, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε το ρόλο του αρχηγού της ομάδας.[78][79] Το 1995 αγωνίστηκε με τον Παναθηναϊκό για 7η φορά στην καριέρα του σε ημιτελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης με αντίπαλο τον Ολυμπιακό στο φάιναλ φορ του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στη Σαραγόσα. Ο τραυματισμός του λίγο πριν το ημίχρονο αποδείχθηκε καθοριστικός για την εξέλιξη του αγώνα καθώς ο Παναθηναϊκός που προηγούνταν σε όλη τη διάρκεια που ο Γιαννάκης αγωνιζόταν δεν κατάφερε να αναδειχθεί νικητής (νίκη του Ολυμπιακού με 58–52). Κατέκτησε ωστόσο την 3η θέση, διάκριση που σημείωσε ο Γιαννάκης για δεύτερη φορά στην καριέρα του στην κορυφαία ευρωπαϊκή διοργάνωση.[80][81][82]
Την επόμενη σεζόν ο Γιαννάκης έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο την αθλητική του καριέρα. Αρχικά κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας με τον Παναθηναϊκό με συμπαίκτη το Ντομινίκ Ουΐλκινς. Στον τελικό που έγινε στην Πάτρα στις 24 Μαρτίου νίκησε τον Ηρακλή με 85–67.[54] Ο Γιαννάκης συμπλήρωσε 155 πόντους σε τελικούς κατατασσόμενος δεύτερος όλων των εποχών, θέση που εξακολουθεί να κατέχει.[83][84] Στη συνέχεια ως αρχηγός του Παναθηναϊκού κατέκτησε και σήκωσε το τρόπαιο του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος και πλέον εκτός από πρωταθλητής Ευρώπης σε εθνικό επίπεδο, αναδείχθηκε πρωταθλητής και σε συλλογικό,[85] μετά από 5 φάιναλ φορ στο θεσμό και τεράστια προσπάθεια και επιμονή από τον ίδιο. Η πρώτη κατάκτηση της κορυφαίας ευρωπαϊκής διασυλλογικής διοργάνωσης από ελληνικό σύλλογο ξεκίνησε στη Λιθουανία. Απέναντι στη Ζαλγκίρις Κάουνας, ο Παναθηναϊκός πήρε τη νίκη (56–59) και κατέγραψε θετικό αποτέλεσμα και στην Αθήνα στο δεύτερο παιχνίδι (86–66). Στο δεύτερο όμιλο αντιμετώπισαν την Μπαρτσελόνα (57–63, 74–95), τη Ρεάλ Μαδρίτης (54–52, 73–80), τη Μπενφίκα (67–51, 87–96), την Βίρτους Μπολόνια (72–69, 72–69), την Τσιμπόνα Ζάγκρεμπ (79–61, 83–82), τη Μακάμπι Τελ Αβίβ (67–62, 86–79) και την Πο Ορτέζ (87–79, 67–69). Βρέθηκε τρίτος στη βαθμολογία του ομίλου, κάτι που τον οδήγησε στην Ιταλία, απέναντι στην Παλλακανέστρο Τρεβίζο, όπου με 2–1 νίκες πήρε την πρόκριση σε ένα ακόμα φάιναλ φορ στο Παρίσι. Οι «πράσινοι» δεν είχαν πρόβλημα στον ημιτελικό απέναντι στην ΤΣΣΚΑ Μόσχας, έχοντας και τη συμπαράσταση της εξέδρας. Ο Παναθηναϊκός πήρε τη νίκη με 81–71 και έφτασε στον τελικό που θα αντιμετώπιζε τη Μπαρτσελόνα, η οποία είχε αποκλείσει στον ημιτελικό τη Ρεάλ Μαδρίτης. Σχεδόν 10.000 φίλαθλοι του «τριφυλλιού» βρίσκονταν στις 11 Απριλίου 1996 (ημέρα Μεγάλη Πέμπτη) στο «Παλέ ντε Μπερσί», βλέποντας τον Παναθηναϊκό να διατηρεί τον έλεγχο του αγώνα. Στα τελευταία λεπτά οι Καταλανοί πίεσαν, μείωσαν τη διαφορά με εύστοχα μακρινά σουτ και έφτασαν σε απόσταση μισού καλαθιού. Ένα κλέψιμο στο κέντρο του γηπέδου βοήθησε τον Μοντέρο να φύγει στον αιφνιδιασμό και το σπριντ του Στόγιαν Βράνκοβιτς, να περνά πάνω από τον πεσμένο Γιαννάκη και να κόβει τον Ισπανό στην τελική του προσπάθεια ήταν αυτό που έδωσε τον πρώτο τίτλο σε ελληνική ομάδα στη διοργάνωση. Ο Κροάτης έπεσε στο παρκέ, βλέποντας όλους να πανηγυρίζουν το τελικό 67–66. Ο Γιαννάκης σημείωσε 9 πόντους στον τελικό και ο προπονητής Μπόζινταρ Μάλκοβιτς συνόψισε τη συνεισφορά του: «Ήταν ακόμη παίκτης, αλλά μέσα στο παρκέ ήταν ο προπονητής».[86][87][88][89] Μία διαδρομή 21 χρόνων στην Α’ Εθνική, στην Α1 και στην Basket League μέσα από την οποία σημείωσε 9.291 πόντους, αριθμός που τον έχει τοποθετήσει στην 3η θέση των σκόρερ όλων των εποχών, πίσω από το Γκάλη (12.864 πόντοι) και το Βασίλη Γκούμα (11.030 πόντοι), θέση την οποία εξακολουθεί να κατέχει.[14][36][90]
Εθνική Ελλάδας
Τα πρώτα χρόνια: 1975—1985
Το 1975 με την Εθνική ομάδα καλαθοσφαίρισης Παίδων Ελλάδας κατέκτησε το ασημένιο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αθήνας (το πρώτο στην ιστορία της διοργάνωσης) με τον ίδιο να σημειώνει 80 πόντους και να είναι από τους κορυφαίους της ομάδας. Τον Αύγουστο του 1976 συμμετείχε με την Εθνική ομάδα καλαθοσφαίρισης Εφήβων Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που διεξήχθη στην Ισπανία. Ήταν πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης με 153 πόντους, ενώ έπαιξε για 312 από τα 320 λεπτά των αγώνων, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο δείχνοντας την ανθεκτικότητά του από την αρχή της καριέρας του.[6]
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1976, στο Τουρνουά της ΔΕΘ στη Θεσσαλονίκη, και με αντίπαλο την Τσεχοσλοβακία, ο Παναγιώτης Γιαννάκης σε ηλικία μόλις 17 ετών και 8 μηνών, φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της Εθνικής Ομάδας των ανδρών. Η Ελλάδα νίκησε με 82—71 χωρίς ο Γιαννάκης να σκοράρει στην ολιγόλεπτη συμμετοχή του.[91][92][93] Στις 2 Αυγούστου 1996, έπαιξε για τελευταία φορά με τη γαλανόλευκη φανέλα.[94]
Το 1979 με την Εθνική Ελλάδας ο Γιαννάκης συμμετείχε στην κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στους Μεσογειακούς Αγώνες από την εθνική Ελλάδας που είναι και το μοναδικό έως σήμερα νικώντας στον τελικό την Γιουγκοσλαβία με 85—74 με 34 πόντους από το Γιαννάκη. Αν και οι Γιουγκοσλάβοι δεν ήταν πλήρεις με τα μεγαλύτερα αστέρια τους (Τσόσιτς, Νταλιπάγκιτς και Κιτσάνοβιτς να απουσιάζουν) θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία για την ελληνική καλαθοσφαίριση λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αγώνες διοργανώθηκαν στο Σπλιτ.[95][96] Ήταν η δεύτερη συνεχόμενη νίκη της Ελλάδας επί της Γιουγκοσλαβίας, με την προηγούμενη στους Βαλκανικούς Αγώνες, η οποία συνοδεύτηκε επίσης με την κατάκτηση του τίτλου. Στον τότε τελικό (18 Σεπτεμβρίου 1979) η Ελλάδα υπέταξε τη Γιουγκοσλαβία με 66–62 με 11 πόντους του Γιαννάκη. [97][98] Την ίδια χρονιά συμμετείχε στην πρώτη μεγάλη διεθνή διοργάνωση, το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ιταλίας, όπου η πορεία της εθνικής δεν ήταν ανάλογη των προσδοκιών καταλαμβάνοντας την 9η θέση, με το Γιαννάκη να έχει στη διοργάνωση μέσο όρο 7,4 πόντους.[99][100] Ανάλογη ήταν και η πορεία στην Ευρώπη το 1981 (10,6 πόντοι μέσο όρο),[101] [102] ενώ παρά και την αποτυχημένη παρουσία του Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1983 με την 11η θέση της Ελλάδας, ο Γιαννάκης ήταν ο δεύτερος σκόρερ της με μέσο όρο 15,9 πόντων.[103][104] Στο Προολυμπιακά τουρνουά του 1984 (το δεύτερο της καριέρας του) η Ελλάδα έχασε μεγάλη ευκαιρία πρόκρισης καταττασομενη πέμπτη με τέσσερις να προκρίνονται.[105][106] Η απρόσμενη ήττα από τη Μεγάλη Βρετανία με 106–104 στις 20 Μαΐου στο Λονδίνο έπαιξε καθοριστικό ρόλο.[107] Ο Γιαννάκης έκλεισε τη διοργάνωση με μέσο όρο 13,3 πόντους.[108]
1986—1990
Η περίοδος των επιτυχιών ξεκίνησε το 1986, όπου ως αρχηγός της Εθνικής Ελλάδας συμμετείχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ισπανίας (το πρώτο στην ιστορία ελληνικής καλαθοσφαίρισης) είχε σημαντική συμβολή στην κατάκτηση της 10ης θέσης με μέσο όρο 17,3 πόντων.[109][110][111] Στην προκριματική φάση έχει μείνει στην ιστορία το παιχνίδι με αντίπαλο τη Γαλλία στις 21 Νοεμβρίου του 1985 στο Εκεντρεβίλ-Ενεβίλ, ένα χωριό της Νορμανδίας, στις όχθες της Μάγχης: η Εθνική προερχόμενη από το ταξίδι προετοιμασίας στις ΗΠΑ πέτυχε μία αξέχαστη (από όσους την είδαν) νίκη, καταβάλλοντας τη γηπεδούχο με 130–126 ύστερα από τρεις παρατάσεις υπό το βλέμμα 3.500 Γάλλων. Ο Γιαννάκης ισοφαρίζει με τρίποντο στη λήξη της κανονικής διάρκειας (92–92), ο Λιβέρης Ανδρίτσος τον μιμείται στην πρώτη παράταση (104–104), ο Ερβέ Ντιμπουϊσόν φέρνει τον αγώνα στα ίσια στη δεύτερη παράταση (117–117), ενώ στην τελευταία πράξη ο Γκάλης και ο Χριστοδούλου αποτελειώνουν τους Γάλλους. Η συνάντηση συν τοις άλλοις εξελίχθηκε και σε διαγωνισμό σκοραρίσματος ανάμεσα στον Γκάλη (43 πόντοι) και στον Ντιμπουϊσόν (51 πόντοι). Ο αρχηγός σημείωσε 21 πόντους.[112][113][114]
Η συνέχεια την επόμενη χρονιά ήταν εντυπωσιακή με την κατάκτηση το χρυσού μεταλλίου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1987, με το Γιαννάκη να αποτελεί έναν από τους κορυφαίους αθλητές της διοργάνωσης.[115] Η Εθνική (όπως και ο Άρης), διέθεταν ταυτόχρονα στην περιφερειακή τους γραμμή δύο από τους κορυφαίους σκόρερς και δύο από τους ικανότερους δημιουργούς που γέννησε ποτέ το πέραν του ΝΒΑ μπάσκετ. Η διεθνής καταξίωση ήταν πια θέμα χρόνου, χημείας, πίστης, αυτοπεποίθησης και συγκυρίας. «Μέχρι τότε, θεωρούσαμε τα δύσκολα ματς χαμένα από χέρι και παίζαμε ο καθένας για την πάρτη του» εξομολογήθηκε κάποια στιγμή ο Παναγιώτης Φασούλας. Ο Νικαιώτης παίκτης έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο καθώς παρουσίασε την αξία της κυκλοφορίας της μπάλας και την υποταγή του εαυτού στην υπηρεσία του συνόλου. Στην παγκόσμια διοργάνωση του 1986 οι Γκάλης, Γιαννάκης βρήκαν στο Φάνη Χριστοδούλου τον τρίτο μεγάλο καλαθοσφαιριστή που θα μπορούσε να συνδράμει στην ανάδειξη της ομάδας, ενώ στο τιμόνι της παρέμενε ο Κώστας Πολίτης από το 1982. Το 1987 η επιστροφή του Φασούλα δημιούργησε το κουαρτέτο της μεγάλης επιτυχίας.[116][117][118]
Η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολο όμιλο στη διοργάνωση της Αθήνας με αντιπάλους στη φάση των ομίλων την πρωταθλήτρια Ευρώπης Σοβιετική Ένωση (από την οποία έχασε με 69—66 με 9 πόντους του Γιαννάκη), τη Γιουγκοσλαβία (νίκη με 84—78 με 11 πόντους), την Ισπανία (από την οποία έχασε σχετικά εύκολα με 106—89 με 17 πόντους), την Γαλλία (νίκη με 82—69 με 10 πόντους) και τη Ρουμανία (νίκη με 109—77 με 8 πόντους), με τις δύο ήττες να την οδηγούν στην τέταρτη θέση του ομίλου με πρώτη τη σοβιετική ομάδα. Ο πρώτος αγώνας στις 3 Ιουνίου ήταν με τη Ρουμανία που η επικράτηση θεωρούταν αναμενόμενη, ο δεύτερος όμως απέναντι στην Γιουγκοσλαβία θεωρήθηκε μεγάλη έκπληξη και ήταν το προοίμιο της συνέχειας.[119][120][121][122] Το μεγάλο άλμα της ομάδας έγινε στον προημιτελικό με την Ιταλία στις 10 Ιουνίου με το Γιαννάκη να έχει αμυντικό στόχο τον περιορισμό του μεγάλου σκόρερ των αντιπάλων Αντονέλο Ρίβα, γεγονός που έστειλε τη φανέλα ομάδα στην τετράδα με τη νίκη με 90—78. Παράλληλα σημείωσε και 22 πόντους.[123][124] Ανάλογα αμυντικά καθήκοντα είχε και στον ημιτελικό της 12ης Ιουνίου με αντίπαλο τη Γιουγκοσλαβία και τον Ντράζεν Πέτροβιτς (σε εναλλαγή με το Φάνη Χριστοδούλου). Παρά την αισιοδοξία, η δεύτερη νίκη επί των γειτόνων θεωρούταν μικρής πιθανότητας με την είσοδο στην τετράδα να αφήνει αίσθηση επιτυχίας και ικανοποίησης από την πορεία στη διοργάνωση. Η Ελλάδα έχανε στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα (ημίχρονο 35–45), όμως η άμυνα στο δεύτερο ημίχρονο έδωσε τη νίκη. [125][126][127] Στο μεγάλο τελικό της 14ης Ιουνίου (παρουσία της πολιτειακής και πολιτικής εξουσίας της χώρας[128]) με την Εθνική Σοβιετικής Ένωσης σημείωσε 10 πόντους με δύο τρίποντα. Ο ιστορικός τελικός έγινε μπροστά σε 16.000 φιλάθλους που ήταν θορυβώδεις και πέρασαν το παιχνίδι όρθιοι τραγουδώντας, φωνάζοντας με πάθος «Ελλάς! Ελλάς!» και χειρονομώντας σαν τρελοί. Ο ελληνικός πάγκος ήταν το ίδιο εκδηλωτικός, όσο και μέρος του κόσμου. Ο Γιαννάκης ήταν σχεδόν τρελαμένος, όταν αποβλήθηκε με 5 φάουλ (όπως και ο Παναγιώτης Φασούλας δυόμισι λεπτά πριν το τέλος της κανονικής διάρκειας[128]) και πέρασε τα τελευταία λεπτά όρθιος κυριολεκτικά και τυλιγμένος σε μια πετσέτα που μερικές φορές χρησιμοποιούσε για να καλύψει τα μάτια του. Ο αγώνας κύλησε χωρίς κάποια από τις δύο ομάδες να καταφέρνει να ξεφύγει και με τους Σοβιετικούς να προηγούνται με 89–87 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη, ο Λιβέρης Ανδρίτσος θα κερδίσει το φάουλ και θα ισοφαρίσει σε 89–89, στέλνοντάς το στην παράταση. Ο Γκάλης δικαίωσε τις προσδοκίες και σημείωσε 40 πόντους, αλλά η ιστορία ήθελε τις καθοριστικές δύο ελεύθερες βολές να γίνονται από τον Αργύρη Καμπούρη στο ισόπαλο 101–101 της παράτασης, τέσσερα δευτερόλεπτα πριν τη λήξη και με την τελευταία προσπάθεια απελπισίας των αντιπάλων άστοχη.[116][129][130] Έκλεισε τη διοργάνωση με συγκομιδή 101 πόντων (μέσος όρος 12,6 ανά αγώνα, δεύτερος καλύτερος σκόρερ της Ελλάδας, ενώ είχε ακόμα 6,5 ριμπάουντ, 2,1 ασίστ, 2,7 κλεψίματα, 3,5 λάθη μέσο όρο[131]),[132][133] ενώ ήταν πρώτος στις ασίστ στη διοργάνωση με 17.[134][135] Το αποτέλεσμα θεωρήθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην παγκόσμια αθλητική ιστορία καθώς η Ελλάδα δεν είχε καν προκριθεί στην προηγούμενη διοργάνωση του 1985, ενώ η τελευταία διάκριση στη διοργάνωση βρισκόταν στο μακρινό 1949.[122][136][137] Το τέλος της συνάντησης με το πρωτοφανές αποτέλεσμα οδήγησε τους Έλληνες φιλάθλους στους δρόμους σε όλες τις πόλεις.[138][139][140] Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κάποιος πως η μεγάλη επιτυχία έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη, την εξέλιξη και τη γιγάντωση του αθλήματος στην χώρα.[141][142][143] Πέντε μέρες μετά τον θρίαμβο, η Εθνική Ελλάδας έδωσε αγώνα προς τιμή του Βασίλη Γκούμα με αντίπαλο τη Μικτή Ευρώπης στη Θεσσαλονίκη με το Αλεξάνδρειο ασφυκτικά γεμάτο και σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Ακολούθησε η συμμετοχή του Γιαννάκη με τη Μικτή Ευρώπης σε δύο ακόμα παιχνίδια στο Τελ Αβίβ και τη Σοφία τις δύο επόμενες ημέρες.[15][144]
Στο Προολυμπιακό τουρνούα του 1988 στην Ολλανδία η Ελλάδα έχασε μία ακόμα καλή ευκαιρία για πρόκριση στην κορυφαία αθλητική διοργάνωση. Κατετάγη πέμπτη με τρεις ομάδες να προκρίνονται. Οι νίκες του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος επί των Σοβιετικών και των Γιουγκοσλάβων δεν επαναλήφθηκαν, με την ήττα από την Ισπανία να δίνει την πρόκριση στις τρεις αυτές ομάδες.[105][106] Ο Γιαννάκης έκλεισε τη διοργάνωση με μέσο όρο 18,7 πόντους.[108]
Το καλοκαίρι του 1989 στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1989 ο Γιαννάκης κατέκτησε με την εθνική Ελλάδας το ασημένιο μετάλλιο.[145] Η διάκριση θεωρήθηκε ανάλογης αξίας με την κατάκτηση της πρώτης θέση του 1987 καθώς οι αντίπαλοι υπήρξαν ακόμα πιο ισχυροί και το επίπεδο πιο υψηλό. Η ελληνική ομάδα διέθετε αξιοσημείωτη αυτοπεποίθηση και η σύνθεσή της διέφερε ελάχιστα από αυτή της προηγούμενης διοργάνωσης. Η Ελλάδα έχασε χωρίς ουσιαστική αντίσταση στους γηπεδούχους αλλά κέρδισε τους δύο αγώνες που έπρεπε με τη Γαλλία (80—74 με 16 πόντους του Γιαννάκη) και τη Βουλγαρία, στο τέλος, που ήταν αρκετά χαμηλό «εμπόδιο» και απαιτείτο στοιχειώδης σοβαρότητα. Ο Γκάλης διασφάλισε με 43 πόντους, μαζί με τους 29 του Γιαννάκη, ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υπάρξει έκπληξη και το 103—73 ήρθε αρκετά άνετα, με αποτέλεσμα να ξαναβρεθεί με το πεπρωμένο στους «4».[146][147] [148] Στον ημιτελικό με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση η αμυντική κυρίως παρουσία του Γιαννάκη υπήρξε καθοριστική καθώς κέρδισε το τελευταίο καθοριστικό φάουλ, εξασφαλίζοντας τη νίκη με 81—80 και το ασημένιο μετάλλιο και αποδεικνύοντας ότι η Εθνική Ελλάδας ανήκε πλέον στις κορυφαίες εθνικές ομάδες της Ευρώπης. Ο Γιαννάκης έκλεισε τη διοργάνωση με 13,4 πόντους μέσο όρο, δεύτερος σκόρερ της ομάδας μαζί με το Φασούλα.[97][149][150] Ο τελικός απέναντι στη γηπεδούχο Γιουγκοσλαβία που ξεκίνησε την τριετία των μεγάλων επιτυχιών της, δεν άφησε πολλά περιθώρια ελπίδων με το τελικό 98—77 να έρχεται φυσιολογικά.[149][147]
Το 1990 συμμετείχε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αργεντινής και κατέκτησε την 6η θέση με την Εθνική Ελλάδας, που απόντος του Γκάλη βρήκε στο Γιαννάκη τον εκτελεστή με μέσο όρο 26,0 πόντους και τρίτο σκόρερ της διοργάνωσης.[151] Η εθνική είχε κληρωθεί στον όμιλο της πρώτης φάσης με αντιπάλους τις ΗΠΑ, την Ισπανία και την Νότια Κορέα. Για μία ακόμη διοργάνωση οι Ισπανοί αποτελούσαν το βασικό εμπόδιο αφού με βάση τα προγνωστικά για να προχωρήσει η Ελλάδα έπρεπε να νικήσει τους Ίβηρες. Στην πρεμιέρα του ομίλου η εθνική παραλίγο να πετύχει ένα θαύμα. Κόντραρε στα ίσια τις ΗΠΑ (που αγωνιζόταν με κολεγιακή ομάδα) και έχασε τελικά στην παράταση με 103—95 με 23 πόντους του Γιαννάκη.[110][152] Η ήττα από τη Σοβιετική Ένωση με 75—57 με 25 πόντους του αρχηγού δεν ήταν έκπληξη. Η νίκη επί της Νότιας Κορέας με 119—76 ήρθε άκοπα. Στον κρίσιμο αγώνα με την Ισπανία η ελληνική ομάδα νίκησε με 102—93 και επιβεβαίωσε την πρόκριση στον επόμενο γύρο με τον Γιαννάκη να σημειώνει 31 πόντους. Στον αγώνα του δεύτερου γύρου με αντίπαλο την εθνική Βραζιλίας (14 Αυγούστου, αποτέλεσμα 103—88[153]) ο αρχηγός έκανε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του στην εθνική σημειώνοντας 38 πόντους, ενώ και πάλι στον αγώνα κατάταξης με την ίδια αντίπαλο σημείωσε 30 πόντους, οι οποίοι δεν ήταν αρκετοί για τη νίκη (19 Αυγούστου, αποτέλεσμα 94—97[153]) και έτσι η Ελλάδα κατατάχθηκε έκτη. Είχε προηγηθεί νίκη επί των γηπεδούχων με 81—78 με μία ακόμα εξαιρετική εμφάνιση του αρχηγού με 36 πόντους, ενώ η ήττα από τη μετέπειτα πρωταθλήτρια κόσμου Γιουγκοσλαβία με 77—67 ήταν αυτή που περιόρισε τις μεγαλύτερες φιλοδοξίες. Ο Γιαννάκης ήταν επίσης ο δεύτερος καλύτερος πασέρ της διοργάνωσης με μέσο όρο 5,4 ασίστ ανά αγώνα, χάνοντας την πρωτιά για μία μόλις ασίστ από τον Πορτορικάνο Φεντερίκο Λόπεζ.[154][155][156] Η αποθέωση από 10.000 Αργεντινούς φιλάθλους με χειροκρότημα που άρχισε και δεν σταματούσε ήταν η επιβράβευση της όλης παρουσίας του στη διοργάνωση. Η Ελλάδα είχε κάνει ένα ακόμη βήμα για την διεθνή της καταξίωση. [117] Στις 27 Δεκεμβρίου συμμετείχε για τρίτη φορά σε αγώνα της Μικτής Ευρώπης με την πρωταθλήτρια της ηπείρου Γιουγκοπλάστικα που έγινε στο Σπλιτ (104—102) σημειώνοντας και 13 πόντους.[15]
1991—1996
Στις 8 Ιουνίου 1991 στο γεμάτο ΣΕΦ, όλα τα μεγάλα ονόματα του ευρωπαϊκού μπάσκετ συγκεντρώθηκαν σε ένα ευρωπαϊκό All Star Game στα πλαίσια του Τουρνουά Ακρόπολις και σε μία ιδιαίτερη χρονιά λόγω των εορτασμών των 100 χρόνων της FIBA. Η κορυφαία συνάντηση ήταν μεταξύ Μικτής Βαλκανίων και Μικτής Ευρώπης με τους Γκάλη και Γιαννάκη στη βασική πεντάδα των Βαλκανίων και τελικό αποτέλεσμα 103–102 υπέρ της Μικτής Βαλκανίων με 10 πόντους από τον Γιαννάκη.[157] Την ίδια χρονιά στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Γερμανίας κατέκτησε την πέμπτη θέση, έχοντας το πιο παραγωγικό Ευρωμπάσκετ της διεθνούς σταδιοδρομίας του με μέσο όρο 19,8 πόντους και ήταν και πάλι δεύτερος σκόρερ της ομάδας. Από τα αξιοσημείωτα της διοργάνωσης ήταν το ότι η Σοβιετική Ένωση -που μετά από λίγο καιρό θα έπαυε να υπάρχει- είχε αποκλειστεί από την Γαλλία και την Τσεχοσλοβακία -μία ακόμα χώρα που διασπάστηκε- και δεν ταξίδεψε στην Ιταλία Στο τουρνουά συμμετείχαν μόνο 8 ομάδες και η Ελλάδα γνώρισε δύο ήττες στη φάση των ομίλων από τους γηπεδούχους με 82—72 με 17 πόντους του αρχηγού και από την Τσεχοσλοβακία με 123—113 με 27 πόντους του Γιαννάκη. Η νίκη με 95—79 (18 πόντοι του Γιαννάκη) επί της Τσεχοσλοβακίας στον αγώνα κατάταξης εξισορρόπησε τις εντυπώσεις.[158][159][160] Στο Προολυμπιακό τουρνουά του 1992, η Ελλάδα απόντος του Γκάλη, έμεινε μακριά από τις ελπίδες πρόκρισης και ο Γιαννάκης ήταν ο πρώτος σκόρερ της με 16,6 πόντους ανά παιχνίδι.[105][106][108] Ένα από τα καλύτερα παιχνίδια του με την εθνική ομάδα ήταν στις 9 Ιουνίου 1992 στα πλαίσια του του Τουρνουά Ακρόπολις με αντίπαλο την Λιθουανία που αγωνιζόμενη πλήρης δύο μήνες πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες όπου κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο γνώρισε την ήττα με 83—81 και 35 πόντους του αρχηγού.[161]
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1993 η Ελλάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά χωρίς το Γκάλη στη διοργάνωση μετά από 12 χρόνια. Ο Γιαννάκης ήταν εκτός από ηγέτης και ο πρώτος σκόρερ της ομάδας με μέσο όρο 19,8 πόντους. Μετά την πρώτη νίκη απέναντι στην Λετονία με 81—62 (17 πόντους του Γιαννάκη), η ήττα από το Ισραήλ με 79—74 παρά τους 32 πόντους του αρχηγού, δεν περιόρισε τις οποίες φιλοδοξίες. Στο δεύτερο γύρο οι 22 πόντοι του στον αγώνα με την Ισπανία ήταν αρκετοί για να οδηγήσουν την ομάδα στη νίκη με 76—75. Η Γαλλία δεν ήταν μεγάλο εμπόδιο στα προημιτελικό αλλά στον ημιτελικό με αντίπαλο τη Γερμανία ήρθε μία απρόσμενη ήττα από τους γηπεδούχους, που τελικά έκαναν τη μεγάλη έκπληξη κατακτώντας το τρόπαιο. Η μικρός τελικός προσέφερε το χάλκινο μετάλλιο στους αργυρούς Ολυμπιονίκες Κροάτες.[162][163][164][165]
Το καλοκαίρι του 1994 ο Γιαννάκης αγωνίστηκε στον ημιτελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος του 1994 στον Καναδά. Η διοργάνωση εκείνη ήταν η πρώτη με τη συμμετοχή των Αμερικανών με επαγγελματίες παίκτες και το θεωρητικό προβάδισμα των προγνωστικών για τον τελικό νικητή δεν ήταν δύσκολο να φτάσει και στην πραγματοποίηση του. Η Εθνική Ελλάδας ταλανίστηκε από εσωτερικά προβλήματα γεγονός που επηρέασε την τελική σύνθεσή της και οι προοπτικές δεν φαίνονταν ιδιαίτερα αισιόδοξες. Παρά το γεγονός αυτό, η ομάδα βασιζόμενη στην αμυντική της ισχύ κατάφερε να κάνει ένα ακόμη παραπάνω βήμα σε σύγκριση με την προηγούμενη διοργάνωση, έστω και αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές με την διάλυση των ενιαίων εθνικών Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας.[166][167][168] Με τέσσερις νίκες (επί της Γερμανίας 68—58, της Αιγύπτου 69—53, του Καναδά 74—71 και της Κίνας 77—61) και δύο ήττες (από το Πουέρτο Ρίκο 72—64 και την Κροατία 81—55) και έχοντας την υποστήριξη χιλιάδων ομογενών η Ελλάδα έφτασε στον ημιτελικό της διοργάνωσης στις 13 Αυγούστου, όπου η Εθνική Ηνωμένων Πολιτειών επιβλήθηκε άνετα με 97—58, ενώ και ο μικρός τελικός δεν είχε θετικό αποτέλεσμα (ήττα από την Κροατία με 78—60). Στο μοναδικό αγώνα που οι ΗΠΑ δεν σημείωσαν 100 πόντους ήταν αυτό με το αντιπροσωπευτικό συγκρότημα της Ελλάδας. Το σκορ στο ημίχρονο ήταν 40—30, ενώ προηγήθηκε στο 17—14 και χαρακτηριστική ήταν η έκφραση του Παναγιώτη Γιαννάκη να ξεσηκώνει την εξέδρα και να φωνάζουν όλοι «σφύρα το».[169][170] Ο αρχηγός έκλεισε τη διοργάνωση με μέσο όρο 11,0 πόντους και ήταν τρίτος σκόρερ της ομάδας μετά τους Φασούλα και Χριστοδούλου.[171] Έχοντας συμμετάσχει σε τρεις διοργανώσεις του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος σημείωσε 468 πόντους, επίδοση που εξακολουθεί να τον διατηρεί στην κορυφή των σκόρερ της εθνικής στη διοργάνωση και είναι 6ος όλων των εποχών.[172][173] Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1995 που διεξήχθη στην Ελλάδα η τέταρτη θέση ήταν και πάλι το τελικό αποτέλεσμα. Ο αντικειμενικός στόχος της ομάδας στη διοργάνωση αυτή ήταν μια θέση στην πρώτη πεντάδα, ώστε να πάρει το εισιτήριο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντα την επόμενη χρονιά. Θα ήταν ουσιαστικά ένα δώρο για τους βετεράνους που θα έκλειναν την καριέρα τους στην Εθνική με μια συμμετοχή σε Ολυμπιακούς. Στον πρώτο γύρο η Ελλάδα αντιμετώπισε τους δύο μετέπειτα φιναλίστ σε δύο διαδοχικές ημέρες (21 και 22 Ιουνίου) Γιουγκοσλαβία και Λιθουανία, από τους οποίους γνώρισε την ήττα με 80—84 και 73—89 και 14 και 17 πόντους αντίστοιχα του αρχηγού. Ακολούθησαν τέσσερις νίκες με αντιπάλους την Ιταλία, τη Σουηδία, το Ισραήλ και τη Γερμανία. Ο στόχος επετεύχθη με τη νίκη επί της Ισπανίας στον προημιτελικό όπου ξεδιπλώθηκε όλο το ελληνικό ταλέντο με νίκη 66—64.[174][175] Κατόπιν, στον ημιτελικό της 1ης Ιουλίου η Ελλάδα έχασε από τη μελλοντική πρωταθλήτρια Γιουγκοσλαβία με 60—52 μετά από συγκλονιστικό αγώνα έχοντας μεγάλα παράπονα από τη διαιτησία.[176][177][178] Στο μικρό τελικό η Κροατία στέρησε ένα ακόμα μετάλλιο νικώντας με 73—68. Ο Γιαννάκης στα 36 του έκλεισε τη διοργάνωση με μέσο όρο 8,9 πόντους.[174] Με 769 πόντους σε 58 αγώνες τελικής φάσης Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος είναι 11ος σκόρερ όλων των εποχών.[179][180]
Με την Εθνική Ομάδα αγωνίστηκε συνολικά 351 φορές, περισσότερες από οποιονδήποτε άλλο Ευρωπαίο παίκτη,[εκκρεμεί παραπομπή] σημειώνοντας συνολικά 5.301 πόντους (μ.ο: 15,1). [92] Συμμετείχε συνολικά σε 8 Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα (δεύτερος στην ιστορία πίσω από τον Κρέζιμιρ Τσόσιτς που έχει 9), 3 Παγκόσμια πρωταθλήματα και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1996 στην Ατλάντα, έπειτα από τους οποίους αποσύρθηκε από την ενεργό δράση. Για πρώτη φορά στην καριέρα του, καθώς η Εθνική Ελλάδας μετά το 1952 συμμετείχε για 2η φορά στην ιστορία της σε Ολυμπιακούς Αγώνες, αγωνίστηκε στη διοργάνωση της Ατλάντα το 1996 και κατέκτησε την 5η θέση με την οποία ο Γιαννάκης ολοκλήρωσε την άκρως επιτυχημένη καριέρα του ως παίκτης. Στις 2 Αυγούστου, έχοντας απέναντί του τη Βραζιλία στον αγώνα κατάταξης, έπαιξε για τελευταία φορά με τη γαλανόλευκη φανέλα, στη νίκη με 91—72 που έδωσε την 5η θέση του τουρνουά. Ήταν η 351η εμφάνισή του με το εθνικό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.[181][182][183] Στην αποχώρησή του προκάλεσε συγκίνηση λέγοντας: «Θέλω να σας πω ότι ήρθε η ώρα να σταματήσω από την Εθνική. Είναι δύσκολο και το καταλαβαίνετε. Θα μου επιτρέψετε όμως να πω δύο λόγια. Φυλάξτε αυτή την ομάδα σαν κόρη οφθαλμού. Η Εθνική είχε, έχει και θα συνεχίσει να έχει επιτυχίες. Πρέπει να αισθάνεστε ότι αυτή η ομάδα είναι η υπερηφάνεια σας, η τιμή σας, ο ίδιος ο εαυτός σας. Πλέον η σκυτάλη περνάει σε εσάς. Να την προσέχετε σαν την ψυχή σας».[184][185]
Προπονητική σταδιοδρομία
1997–1998: Ημιτελικά Ευρωπαϊκού και Παγκοσμίου Πρωταθλήματος με την Εθνική Ελλάδας
Το 1997 ο Γιαννάκης ανέλαβε το ρίσκο να γίνει προπονητής της Εθνικής Ανδρών μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία από τη θέση του πάγκου. Οδήγησε την Εθνική Ελλάδας στην 4η θέση στο Ευρωμπάσκετ της Ισπανίας του 1997 με την ομάδα να έχει πλέον μόνο δύο παίκτες από την πρωταθλήτρια του 1987 (Παναγιώτη Φασούλα και Φάνη Χριστοδούλου)[186] και επίσης στην τέταρτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Αθήνας το 1998 με την τελευταία εμφάνιση του Φασούλα σε μεγάλη διοργάνωση.[187][188] Στον ημιτελικό του Παγκοσμίου πρωταθλήματος της Αθήνας η πρόκριση για τον τελικό χάθηκε στην παράταση, ενώ και στις δυο περιπτώσεις η Ελλάδα αποκλείστηκε από την Εθνική Γιουγκοσλαβίας η οποία κατέκτησε και το Ευρωμπάσκετ και το Μουντομπάσκετ και υπήρξε σαφώς πιο ισχυρή. Η εθνική μπορεί να μην έπειθε με τις εμφανίσεις της στο παγκόσμιο, αλλά κατάφερε να φτάσει στον ημιτελικό γύρο και βρέθηκε απέναντι στους πλάβι σε ένα κατάμεστο ΟΑΚΑ. Έκανε ένα υπέροχο πρώτο ημίχρονο και προηγήθηκε 48—36 με 20.000 φιλάθλους στην εξέδρα. Οι Σέρβοι άρχισαν να πιέζουν σε όλο το γήπεδο και τελικά έστειλαν το παιχνίδι στην παράταση όπου επικράτησαν με 78—73. Η απογοήτευση του κόσμου αλλά και μεγάλης μερίδας του τύπου είχε ως αποδέκτη την ομοσπονδιακό προπονητή Παναγιώτη Γιαννάκη, ο οποίος κατηγορήθηκε γιατί απέναντι στην πίεση δεν έβαλε δεύτερο πλέι μέικερ να βοηθήσει τον Κορωνιό που είχε φτάσει στα όρια της εξάντλησης. Οι σημαντικές επικρίσεις τον οδήγησαν στην παραίτηση το Μάρτιο του 1999.[189][190][191]
2001–2004: Τελικός FIBA Europe League με το Μαρούσι
Το 2001 ανέλαβε την τεχνική ηγεσία του Πανιωνίου και την επόμενη σεζόν ανέλαβε το Μαρούσι, όπου έμεινε για 3,5 χρόνια.[192][193][194] Το 2004 οδήγησε τον αθηναϊκό σύλλογο στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης στο πρωτάθλημα Ελλάδας που είναι και η πιο καλή επίδοση που είχε ποτέ η ομάδα, ενώ την επόμενη σεζόν στην τέταρτη θέση.[188] Στην Ευρώπη οδήγησε την ομάδα στον τελικό του FIBA Europe League όπου ηττήθηκε από την Ούνικς Καζάν.[195] Ανέδειξε επίσης μεταξύ άλλων και το ταλέντου του Βασίλη Σπανούλη.[34] Τον Μάιο του 2004, παράλληλα με τη θέση του στο Μαρούσι, ανέλαβε ξανά προπονητής της Εθνικής Ανδρών λίγο πριν από την Ολυμπιάδα του 2004 και οδήγησε την ομάδα στην 5η θέση της διοργάνωσης.[188]
2005–2008: Πρώτος στην Ευρώπη και δεύτερος στον κόσμο με την Εθνική Ελλάδας
Κρατώντας σταθερά το Μαρούσι στις πρώτες θέσεις του ελληνικού πρωταθλήματος συμμετείχε με την Εθνική Ελλάδας στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου και 18 χρόνια μετά το Ευρωμπάσκετ του 1987 που κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο ως αρχηγός και παίκτης της εθνικής το κατέκτησε το 2005 και ως προπονητής, ο μόνος που έχει καταφέρει κάτι τέτοιο.[184][196][197] Διαδέχθηκε τον Γιάννη Ιωαννιδη και έβαλε στην ομάδα του 2004 τους Νίκο Ζήση, Βασίλη Σπανούλη, Κώστα Τσαρτσαρή. Δεν δίστασε να πάρει σκληρές αποφάσεις, όπως όταν ανακοίνωσε το κόψιμο του Ευθύμη Ρεντζιά από τη δωδεκάδα των Ολυμπιακών Αγώνων, στους οποίους οδήγησε την ομάδα στην πέμπτη θέση.[198][199] Έναν χρόνο αργότερα, στο Βελιγράδι, ήταν ακόμη πιο δυναμικός καθώς δεν κάλεσε τους Φραγκίσκο Αλβέρτη και Δημήτρη Παπανικολάου. Η εθνική είχε μπει στη νέα εποχή, με τον προπονητή να κινεί να εκφράζει τις επιθυμίες του. Το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα επιβεβαίωσε με απόλυτο τρόπο ότι οι επιλογές Γιαννάκη ήταν οι σωστότερες.[200][201] Στον τελικό του Βελιγραδίου κέρδισε εύκολα τη Γερμανία με 78—62.[202][203][204] Το 2006 οδήγησε την Εθνική στη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος στη Σαϊτάμα, αποκλείοντας στον ημιτελικό της διοργάνωσης τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μία ιστορική νίκη με 101—95. Είναι από τις σπουδαιότερες νίκες στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού και φέρει την υπογραφή του «Δράκου».[24][184][205] Οι Αμερικανοί ήταν αήττητοι μέχρι εκείνη τη στιγμή και ετοιμάζονταν για το χρυσό μετάλλιο που έχασαν στις δύο προηγούμενες διοργανώσεις.[206] Η γαλλική L’Équipe έγραψε: «Η Ελλάδα δίνει το μάθημα. Οι Λεμπρόν Τζέιμς, Καρμέλο Άντονι και Ντουέιν Γουέιντ υπέκυψαν στην τακτική και τον έλεγχο των Ελλήνων». Στην Ελλάδα χρειάστηκαν μόνο λίγα λεπτά για να ξεσπάσει πανηγύρι στους δρόμους και τα χέρια των οδηγών να πέσουν πάνω στις κόρνες. Οι Αμερικάνοι μετά από εκείνο το παιχνίδι παρέμειναν αήττητοι, όπου κι αν έπαιξαν για 13 χρόνια.[207] Το 2007 οδήγησε την Εθνική στην τέταρτη θέση του Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ισπανίας.[24][208]
2008–2010: Ημιτελικός και τελικός Ευρωλίγκα με τον Ολυμπιακό
Το Φεβρουάριο του 2008 παράλληλα με την εθνική Ελλάδος ανέλαβε και την ομάδα του Ολυμπιακού. Το καλοκαίρι της ίδιας σεζόν συμμετείχε με την εθνική Ελλάδας στην Ολυμπιάδα του Πεκίνου και κατέκτησε την 5η θέση ενώ το Δεκέμβριο του 2008 απομακρύνθηκε από την εθνική. Το 2009 οδήγησε τον Ολυμπιακό μετά από 10 χρόνια σε φάιναλ φορ της Ευρωλίγκα όπου αποκλείστηκε στις λεπτομέρειες από τον Παναθηναϊκό. Την επόμενη χρονιά οδήγησε τον Ολυμπιακό στον τελικό της Ευρωλίγκα και κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος. Αποτέλεσε έτσι το μοναδικό Έλληνα που συμμετείχε σε τελικό Ευρωλίγκα ως παίκτης και προπονητής.[24][209][210]
Από το 2012 ως σήμερα
Τον Ιούνιο 2012 ανέλαβε προπονητής της γαλλικής Λιμόζ έχοντας υπογράψει διετές συμβόλαιο, όπου παρέμεινε για μία σεζόν, μη έχοντας επιτυχίες με το σύλλογο.[211][212] Τον Απρίλιο του 2013 ανέλαβε την Εθνική μπάσκετ ανδρών της Κίνας, με συμβόλαιο τριετούς διαρκείας, αλλά αποχώρησε το 2014 από τον πάγκο της.[213] Στις 7 Ιουλίου 2017 υπέγραψε συμβόλαιο με τον Άρη.[214][215] Έτσι επανήλθε στην ομάδα που έδρασε και σημείωσε μεγάλη επιτυχία ως παίκτης. Ο Άρης είναι η πρώτη ομάδα που προπόνησε ο Γιαννάκης μετά από το 2014. Ο ίδιος δήλωσε ότι «γύρισε πίσω στο σπίτι του». Απομακρύνθηκε από τον Άρη, μετά από τα ανεπιτυχή αποτελέσματα της ομάδας, στις 21 Μαρτίου 2018.[216][217]
Η κληρονομιά του
Αν ο Νίκος Γκάλης θεωρείται ως ο κορυφαίος Έλληνας καλαθοσφαιριστής, τότε ο Παναγιώτης Γιαννάκης μπορεί να θεωρηθεί ως ο κορυφαίος γηγενής.[1][91] Η κοινή τους πορεία στον Άρη και στην Εθνική ομάδα τους συνέδεσε με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα. Ο «δράκος» έχει όνομα και υστεροφημία τόσο σημαντικά, όσο και η μεγάλη επιτυχία του 1987, όταν όλη η Ελλάδα έμαθε να βλέπει και να παίζει μπάσκετ, με ίσως μεγαλύτερο ενδιαφέρον, πάθος και ελπίδα σε σύγκριση με το λαοφιλέστερο των αθλημάτων, το ποδόσφαιρο. Με πρωτεργάτες τον Γιαννάκη και τον Γκάλη, η Εθνική πετύχαινε τη σημαντικότερη επιτυχία της στα χρονικά αφήνοντας άφωνη την Ευρώπη, σηματοδοτώντας μία κοσμογονική αλλαγή για την κατάσταση του αθλήματος στη χώρα. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και η κληρονομιά που άφησε κατά κύριο λόγο ο Νικαιώτης. Ήταν μέλος εκείνης της «χρυσής» γενιάς που έστρεψε το ενδιαφέρον του κόσμου μαζικά στο μπάσκετ και αποτέλεσε τον προπομπό για όλες τις μετέπειτα εθνικές και συλλογικές επιτυχίες. Και ο τρόπος που το έκανε με την μαχητικότητα και το αγωνιστικό του πνεύμα αποτέλεσαν υπόδειγμα του ευ αγωνίζεσθε.[124][218][219] Ήταν αρχηγός και ψυχή της ομάδας, καταλήγοντας να κάνει το όνομά του ταυτόσημο με την Εθνική, που από το 1987 έγινε δικαίως, η «επίσημη αγαπημένη» όλων των Ελλήνων. Έβαλε κάτω το «εγώ» του για να φτιάξει μαζί με τον Γκάλη το κορυφαίο δίδυμο στην ιστορία της Εθνικής. Και ξεχείλιζε από συναίσθημα κάθε στιγμή σε κάθε αγώνα, για να γίνει σύνθημα ακόμα κι από τους αντιπάλους του που τον πικάριζαν με το περίφημο «κλάψε-κλάψε».[220][221] «Σήμερα κλαίμε όχι γιατί αποχωρεί ο Παναγιώτης Γιαννάκης, αλλά διότι αποσύρεται το ίδιο το μπάσκετ…», είχε πει με μία δόση μελαγχολίας αλλά συνάμα και περηφάνιας ο Γιώργος Σιγάλας, ο οποίος τον διαδέχθηκε ως αρχηγός της Εθνικής.[94] Όταν δε ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της «γαλανόλευκης» και την έφερε στην κορυφή της Ευρώπης το 2005 και στη δεύτερη θέση του κόσμου το 2006, με την ιστορική νίκη επί των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Γιαννάκης απέκτησε «μυθικό» χαρακτήρα για όσα προσέφερε στο άθλημα, τόσο σαν παίκτης όσο και σαν προπονητής. Έγινε ο συνδετικός κρίκος, ως παίκτης και ως προπονητής, στις δύο χρυσές γενιές του ελληνικού μπάσκετ και τα δύο ευρωπαϊκά πρωταθλήματα που κατέκτησε η Εθνική ομάδα. Η παρουσία του στον Άρη, στον Παναθηναϊκό, στον Ολυμπιακό και στην Εθνική «σμιλεύουν» ένα προφίλ υπεράνω οπαδικών διαφορών και διαχωρισμών, ενώ το σκεπτόμενο μπάσκετ που εισήγαγε, τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής, συνοδεύτηκε από μοναδικές στιγμές εθνικής υπερηφάνειας, άλλαξαν τα δεδομένα του αθλήματος στην Ελλάδα.[135][218][222]
Τίτλοι
Τίτλοι ως αθλητής
- 7 Πρωταθλήματα Ελλάδας : 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990, 1991
- 7 Κύπελλα Ελλάδας : 1985, 1987, 1988, 1989, 1990, 1992, 1996
- Πρωτάθλημα δεύτερης κατηγορίας : 1975
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα : 1996
- Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης : 1993
- Χρυσό Μετάλλιο Ευρωμπάσκετ : 1987
- Ασημένιο Μετάλλιο Ευρωμπάσκετ : 1989
- Χρυσό Μετάλλιο Μεσογειακών Αγώνων : 1979
- Ασημένιο Μετάλλιο Ευρωμπάσκετ Παίδων : 1975
- Χρυσό Μετάλλιο Βαλκανικών Αγώνων (2) : 1979, 1986
- Ασημένιο Μετάλλιο Βαλκανικών Αγώνων : 1983
- Χάλκινο Μετάλλιο Βαλκανικών Αγώνων (4) : 1976 , 1977 , 1980 , 1981
Τίτλοι ως προπονητής
- Χρυσό Μετάλλιο Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος : 2005
- Ασημένιο Μετάλλιο Παγκοσμίου Πρωταθλήματος : 2006
- Κύπελλο Ελλάδας : 2010
Άλλες διακρίσεις
Ως αθλητής
- Ευρωλίγκα 3η θέση (2) : 1989, 1995
- Ευρωλίγκα 4η θέση (2) : 1988, 1990
- Ημιτελικά Κυπέλλου Κόρατς (2) : 1985, 1994
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 4η θέση (2) : 1993, 1995
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 5η θέση : 1991
- Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 4η θέση : 1994
- Ολυμπιάδα 5η θέση : 1996
Ως προπονητής
- Ευρωλίγκα Φιναλίστ : 2010
- Ευρωλίγκα 4η θέση : 2009
- FIBA Europe League Φιναλίστ : 2004
- Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 4η θέση (2) : 1997, 2007
- Παγκόσμιο Πρωτάθλημα 4η θέση : 1998
- Ολυμπιάδα 5η θέση (2) : 2004, 2008
- Πρωτάθλημα Ασίας 5η θέση : 2013
Ατομικές διακρίσεις
Παίκτης
- Συμμετοχές στο πρωτάθλημα της Α1: 493
- Συμμετοχές στους αγώνες των κυπέλλων Ευρώπης: 163
- Τρίτος σκόρερ όλων των εποχών στο Ελληνικό πρωτάθλημα με 9.291 πόντους
- Το προσωπικό του ρεκόρ σκοραρίσματος είναι 73 πόντοι στο παιχνίδι Ιωνικός Νίκαιας–Άρης το 1984 και είναι το δεύτερο καλύτερο όλων των εποχών στο ελληνικό πρωτάθλημα πρώτης κατηγορίας
- Πρώτος σε συμμετοχές στην Εθνική ομάδα με 351 αγώνες. Η επίδοση είναι και ρεκόρ Ευρώπης[εκκρεμεί παραπομπή]
- Πρώτος σκόρερ Εθνικής ομάδας με 5.301 πόντους. Η επίδοση είναι και ρεκόρ Ευρώπης[εκκρεμεί παραπομπή]
- Πρώτος σε συμμετοχές όλων των εθνικών ομάδων με 402 αγώνες
- Πρώτος σκόρερ όλων των εθνικών ομάδων με 6.202 πόντους
- Μικτή Ευρώπης (3): 1980, 1987, 1990
- Πρώτος σκόρερ στο Ελληνικό Πρωτάθλημα: 1980
- Πολυτιμότερος Παίκτης (MVP) στο Ελληνικό Πρωτάθλημα: 1987
- Πρώτος στις ασίστ το Ελληνικό Πρωτάθλημα: 1989
- Δύο φορές πρώτος σκόρερ του τελικού στο Κύπελλο Ελλάδας: 1985, 1988
- 50 Σπουδαιότεροι Συνεισφέροντες της Ευρωλίγκα (2008)[223]
- FIBA Hall of Fame: 2021
Ως προπονητής
- Προπονητής της χρονιάς στην Ελλάδα (2) : 2004 , 2006
Αποτελέσματα
Ολυμπιακοί αγώνες | Αγώνισμα | ΟΕ / Ομάδα | Θέση | Μετάλλιο | Πλήρες όνομα | |
---|---|---|---|---|---|---|
1996 Summer Olympics | Basketball (Basketball) | GRE | Panagiotis Giannakis | |||
Basketball, Men (Olympic) | Greece | 5 |
Προπονητική καριέρα
Ολυμπιακοί αγώνες | Αγώνισμα | ΟΕ / Ομάδα | Θέση | Μετάλλιο | Πλήρες όνομα | |
---|---|---|---|---|---|---|
2004 Summer Olympics | Basketball (Basketball) | GRE | Panagiotis Giannakis | |||
Basketball, Men (Olympic) | Greece | 5 | ||||
2008 Summer Olympics | Basketball (Basketball) | GRE | Panagiotis Giannakis | |||
Basketball, Men (Olympic) | Greece | 5 |
Σημειώσεις
- Περιλαμβάνεται στους Ολυμπιονίκες που έχουν κερδίσει Μετάλλιο στο Ευρωπαικό Πρωτάθλημα Καλαθοσφαίρισης (EuroBasket) (1–1–0)
1987 Αθήνα, Χρυσό
1989 Γιουγκοσλαβία, Αργυρό)
- Περιλαμβάνεται στους Ολυμπιονίκες που έχουν κερδίσει Μετάλλιο στους Μεσογειακούς Αγώνες (1–0–0)
1979 Σπλιτ, Καλαθοσφαίριση, Χρυσό)
https://www.olympedia.org/athletes/7385
Δείτε βίντεο με συνέντευξη του
Η συνέντευξη – ποταμός του Παναγιώτη Γιαννάκη στο Eurohoops Show! (video)
Λίγο καιρό μετά την είσοδο του στο Hall of Fame της FIBA και μερικές μέρες πριν την συμμετοχή της Εθνικής Ομάδας στο Προολυμπιακό τουρνουά του Καναδά (29/6-4/7) ο Παναγιώτης Γιαννάκης βρέθηκε καλεσμένος στο Eurohoops Show του Βαγγέλη Ιωάννου και μίλησε για όλα σε μία πραγματική συνέντευξη-ποταμό!
Ο “Δράκος” του ελληνικού αθλητισμού και του μπάσκετ μίλησε για την προετοιμασία της “επίσημης αγαπημένης” εν όψει Καναδά, τις απουσίες λόγω τραυματισμών και τις δυσκολίες που υπάρχουν λόγω του σύντομου διαστήματος προετοιμασίας, ενώ έκανε μεγάλη αναφορά και στην παραγωγική διαδικασία που υπάρχει στον εγχώριο αθλητισμό.
Ο Παναγιώτης Γιαννάκης ακόμα έκανε μία μεγάλη αναφορά στη τεράστια καριέρα του ως παίκτης και προπονητής ενθυμούμενος τα πρώτα χρόνια στη Νίκαια και μετά στον Άρη και στην Εθνική, ενώ αναφέρθηκε στις ευρωπαϊκές συμμετοχές των κίτρινων και του Παναθηναϊκού στο 80’ς και στα 90΄ς.
Φυσικά το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης απασχόλησε την διαδρομή του από όλα τα πόστα στην Εθνική Ομάδα την οποία τίμησε και δόξασε ως παίκτης και προπονητής, ενώ μίλησε και για την πορεία του στους συλλόγους ως head coach σε Μαρούσι, Πανιώνιο και Ολυμπιακό.
Τέλος αποκάλυψε πως πήρε την μεταγραφή από τον Ιωνικό στον Άρη και το ενδιαφέρον που υπήρχε από Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, ενώ στάθηκε και στον Βασίλη Σπανούλη, αλλά και στην προσφορά του Ζέλικο Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό!
Αναλυτικά η συνέντευξη του Παναγιώτη Γιαννάκη στο Eurohoops Show και στον Βαγγέλη Ιωάννου:
Για την απουσία του Σπανούλη: “Ότι και να πούμε για τον Βασίλη είναι λίγο. Η απλησίαστη καριέρα του δείχνει πόσο αγαπάει αυτό που κάνει και ότι είναι παράδειγμα προς μίμηση και για την κοινωνία. Αυτή η προσπάθεια που γίνεται είναι λίγο όχι όπως θα έπρεπε επειδή υπάρχει λίγος χρόνος, ήρθε ένας νέος κόουτς και θα είναι δύσκολη η προσπάθεια του κόουτς. Και επειδή θα λείπουν και έμπειρα παιδιά, αυτό δυσκολεύει τα πράγματα. Βέβαια και άλλες ομάδες θα έχουν λίγο χρόνο και νέα πρόσωπα και πολύ γρήγορα θα συμμετάσχουν σε ένα τόσο σημαντικό τουρνουά. Θα είμαστε όσο γίνεται καλύτεροι αγωνιστικά, ώστε τουλάχιστον να ωφεληθούμε από την συμμετοχή μας και γιατί όχι να μην παίξουμε σε ένα τόσο μεγάλο τουρνουά”.
Για τις απουσίες: “Θα έπρεπε να γίνει μία πιο μακρόπνοη προσπάθεια, ώστε ακόμα και αν δεν καταφέρουμε να πάμε στην Ολυμπιάδα να έχει χτιστεί κάτι πιο δυνατό για το μέλλον. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας μεγάλος κορμός παιδιών που θα γνωριστούν και ένας τρόπος κοινού παιχνιδιού, ώστε να επανέρχονται στο μικρό διάστημα που θα βρίσκονται μέσω των σύντομων προπονήσεων. Στόχος είναι να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο και του χρόνου. Οι Ομοσπονδίες πρέπει να καταλάβουν πως πρέπει να προσπαθούν για τη δημιουργία ενός προγραμματισμού για το μέλλον με τα παιδιά που υπάρχουν και έρχονται”.
Στη συνέχεια είπε: “Όταν το 2004 φτιάξαμε την ομάδα είχαμε στόχο όλοι να μπουν στη νοοτροπία αντιμετώπισης των αντιπάλων και κοινού τρόπου παιχνιδιού. Μόλις δημιουργήσεις τον τρόπο είναι πολύ εύκολο να μπουν παίκτες με μεγαλύτερο ταλέντο και έτσι θα έρθουν κάποια στιγμή τα μεγάλα αποτελέσματα. Νομίζω ότι όμως υπάρχει δυνατότητα αυτά τα παιδιά όταν θα προστεθούν στο μέλλον αυτοί που δεν μπορούν τώρα, ώστε να γίνουμε δύναμη πρωταθλητισμού”.
“Ελπίζω να πάμε σε άλλο ένα μεγάλο τουρνουά που θα είναι τεράστια επιτυχία. Όλες οι Ομάδες έχουν θέμα και δεν ξέρουμε πως θα παρουσιαστούν και ποιες θα είναι οι δωδεκάδες. Παίζει ρόλο η χημεία και είναι πρωτόγνωρη η κατάσταση. Ας ελπίσουμε πως θα είμαστε καλά και θα πάμε στους Ολυμπιακούς. Ακόμα και αν δεν πάμε τουλάχιστον να βελτιωθούμε και να παίξουμε καλό μπάσκετ”.
Για τον Κώστα Αντετοκούνμπο: “Είχε ένα διαφορετικό ματς με το Μεξικό, ήταν πιο ιδιαίτερο το ματς με τη Σερβία. Δεν νομίζω ότι έχει πρόβλημα να παίξει στην Ευρώπη και ίσως ωριμάσει πιο καλά εδώ παιδιά όπως εκείνος με ταλέντο και δυνατότητες. Εγώ θα χαρώ να τον δω και σε μία ελληνική ομάδα. Χρειαζόμαστε παιδιά που θα παρακινήσουν τα πιτσιρίκια να αγαπήσουν το μπάσκετ”.
Για τον Γιάννη: “Γιάνναρος! Νομίζω ότι όλη η σειρά ήταν εντυπωσιακή. Έφτανε ο Ντουράντ να περάσει τους Μπακς, αλλά χάρηκα πολύ και έχω μία μικρή ελπίδα για να πάρει το πρωτάθλημα. Αυτή είναι η σωστή λέξη αξιοποίηση. Ο Γιάννης αγαπάει την Ελλάδα και το ελληνικό μπάσκετ, θέλει να δώσει και πρέπει και εμείς να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες και να απολαύσουμε τους καρπούς του. Ελπίζω να γίνει στο μέλλον, γιατί μέχρι τώρα δεν καταφέραμε αυτά που έπρεπε. Είναι φωτεινή προσωπικότητα και ακόμα και έτσι μεταφέρει την αύρα και την εικόνα του ελληνικού μπάσκετ παντού. Νομίζω ότι εκείνος έστω και με το ΝΒΑ κάνει κάτι υπέρ μας”.
Για το επίπεδο του ελληνικού μπάσκετ: “Το κυριότερο είναι πως εκτός από τα αποτελέσματα υπάρχει δυσκολία και η φετινή χρονιά ήταν δύσκολη για όλους μας, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε πτώση στη παραγωγική διαδικασία. Δεν καταφέραμε να δώσουμε την ευκαιρία σε πιο νέα παιδιά να συμμετέχουν σε πιο υψηλό επίπεδο. Ακόμα και ο Ρογκαβόπουλος που είναι στην Εθνική έπαιξε λίγο με την ΑΕΚ σε Ελλάδα και Ευρώπη, αλλά όχι μόνο αυτός και άλλα παιδιά.
Δεν είμαστε έτοιμοι σαν νοοτροπία να κάνουμε ένα βήμα πίσω και μετά ένα άλμα μπροστά. Ας ελπίσουμε ότι θα καταλάβουμε πως η παραγωγική διαδικασία θα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του σπορ για το μέλλον. Δεν είμαστε μία λίγκα που κινδυνεύει να χάσει δεκάδες εκατομμύρια όπως το ΝΒΑ. Μπορεί το πρωτάθλημα να χτίζει τις νοοτροπίες και τις ικανότητες. Τότε θα μπορούμε να αποφασίζουμε για τον αριθμό των ξένων. Έτσι και αλλιώς ατονεί το ενδιαφέρον των φιλάθλων για το πρωτάθλημα”.
Για την καριέρα του: “Ήμουν ένα παιδί που έπαιζα ποδόσφαιρο με ότι παπούτσια είχα. Πήγαινα σε μία αλάνα πίσω από το κλειστό του Πλάτωνα και εκεί είχε δύο-τρία ανοιχτά γήπεδα όπου χάζευα όταν έπαιζαν μπάσκετ. Μία Δευτέρα βράδυ είχε ξεχαστεί 9-10 χρονών και αρχίζανε να παίζουν μπάσκετ και στο ημίχρονο άρχισαν να πετάω τη μπάλα στο καλάθι. Κάθε Δευτέρα πήγαινα να δω το ματς και άρχισα να παίζω μπάσκετ. Η μητέρα μου δεν ήθελε να ξεχνάω το σχολείο, εγώ προσπαθούσα να είμαι συγκεντρωμένος και στα δύο και δύο χρόνια μετά με είδε ο προπονητής μου και πήγα κάθε απόγευμα να παίζω. Έκανα δελτίο κρυφά από τους γονείς μου και κάθε μέρα έκανα προπόνηση και πήγαινα και πιο νωρίς. Μερικές μέρες ήταν δύσκολα στο σπίτι γιατί αργούσα και παρότι έτρωγα και ξύλο συνέχισα να πηγαίνω.
Εξελίχθηκα και στα 13-14 έκανα προπονήσεις με το Ανδρικό, είχε πάθος και έκανα σκληρή προπόνηση. Ήρθε ένας τραυματισμός όταν κλήθηκα στο Πανευρωπαϊκό με την Εθνική, γύρισα το πόδι μου και έχασα το τουρνουά με τον κόουτς Ντούκσαϊρ στην Φινλανδία. Το 1978 ήμουν ξανά στην Εθνική και το 1979 πήραμε το χρυσό με τη Γιουγκοσλαβία στους Μεσογειακούς, αλλά όχι το δίπλωμα αφού θεωρούσαν ότι θα χάσουμε. Το 1981 βρέθηκα στην Αμερική έγινα ντραφτ στους Σέλτικς το 82′ χτύπησα το γόνατο έκανα επέμβαση, αλλά ο γιατρός μου είπε ότι κόπηκε ο πρόσθιος χιαστός και ότι δεν μπορώ να παίξω ξανά μπάσκετ επαγγελματικά. Εγώ έπαθα σοκ για μία εβδομάδα, αλλά μετά δούλεψα σκληρά παρότι πονούσα. Επανήλθα όσο καλύτερα μπορούσα και ποτέ δεν είπα για το πρόβλημα και για αυτό όσο έπαιζα επιδείνωσα και τη μέση μου, αλλά έχασα λίγα ματς στη καριέρα μου. Δεν έκανα έκπτωση στη προπόνηση. Μετά βρέθηκα στον Άρη ότι καλύτερο είχε να παρουσιάσει ο ελληνικός αθλητισμός και έδωσε μεγάλη ώθηση στο μπάσκετ.”
Για το ματς με τον Γκάλη στο Ιωνικός – Άρης: “Ο Κώστας Πετρίδης μου είπε ότι έβαλα 73 πόντους και πετάγεται ένας άλλος συμπαίκτης ότι πρώτη φορά έβλεπα ματς όρθιος. Το παιχνίδι αυτό ήταν ιδιαίτερα συγκλονιστικό. Δύο λεπτά πριν λήξει η παράταση αποβλήθηκα και χάσαμε με 1 πόντο. Εγώ δεν κατάλαβα πως έβαλα τόσους πόντους. Είχε ταχύτητα το παιχνίδι και ήμασταν ομάδα που παίζαμε γρήγορα στην επίθεση”.
Για το ότι δεν πήγε σε Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό και ΑΕΚ αλλά στον Άρη: “Ήταν φυσιολογικό τότε να μείνω στην Αθήνα. Ήταν σπάνιο κάποιος να μετακομίζει από Αθήνα σε Θεσσαλονίκη. Ήταν η περίοδος που έφευγα και ήμουν κοντά στον Παναθηναϊκό, αλλά τελικά αποσύρθηκε κάποια στιγμή παρότι είχαν δοθεί χρήματα για τη μεταγραφή μου από τον κύριο Βαρδινογιάννη. Οι διαπραγματεύσεις ήταν έντονες και τελικά πήραν τον Αργύρη Παπαπέτρου και η ΑΕΚ ήταν κοντά αλλά δεν ενδιαφέρον, αλλά τελικά κατέληξα στον Άρη. Ο Ιωαννίδης με ήθελε και τελικά υπέγραψα στο σπίτι του Μπουτάρη στο Κολωνάκι”.
Για την συνύπαρξη του με τον Γκάλη: “Υπήρχαν δύσκολες στιγμές, αλλά όταν έμπαινα στο γήπεδο δεν με ένοιαζε τίποτα έβλεπα μόνο τις φανέλες. Μας ένοιαζε να νικήσει η ομάδα. Ας μείνουμε στο ότι κάναμε πολύ κόσμο να αγαπήσει το μπάσκετ και πως μπορούμε να κερδίσουμε τους πάντες”.
Για το ότι δεν πήρε ευρωπαϊκό τότε ο Άρης: “Δεν καταφέραμε να βάλουμε τον εγωισμό μας πιο κάτω. Θέλαμε λίγο ακόμα. Το μπάσκετ παίζεται και στα δύο μέρη του γηπέδου. Οτιδήποτε προσθέταμε σε άμυνα ή επίθεση θα παίρναμε το ευρωπαϊκό. Ήμασταν πολύ κοντά. Αν θυμηθείς και την Εθνική το 2006 ο Διαμαντίδης έριξε τάπα στον Πολ και αυτό άλλαξε το παιχνίδι. Δεν είναι μόνο το καλάθι που θα βάλεις, είναι και η ασίστ και η άμυνα”.
Για τα ματς με την Μιλάνο και την ανατροπή: “Το παιχνίδι είναι δίκαιο και κερδίζουν οι καλύτεροι. Δεν σημαίνει ότι κερδίζεις σήμερα, άρα αυτόματα και αύριο. Το παιχνίδι μέσα στη Θεσσαλονίκη είχαμε ενθουσιασμό, ήμασταν εύστοχοι και παίξαμε εξαιρετικά. Όταν πήγαμε εκεί όμως εμείς δεν παίξαμε τίποτα. Ήμασταν μία ομάδα που στην ουσία παίξαμε αργά και αυτό τους ευνόησε”.
Για το ματς που έχασε τη ψυχραιμία του: “Στο Προολυμπιακό της Ολλανδίας με την Εθνική που μας κορόιδευε ο Ντράζεν. Έφτασα σε σημείο να θέλω να μαλώσω μαζί του”.
Για το ευρωπαϊκό στο Τορίνο το 1993: “Εμείς δώσαμε την ευκαιρία στην Εφές να το διεκδικήσει. Είχαμε πίεση για το τρόπαιο και ήμασταν σε άσχημη βραδιά. Το ότι φάγαμε μόνο 52 πόντους δείχνει πόσο θέλαμε το τρόπαιο, αλλά παίξαμε κακό μπάσκετ. Δεν υπάρχει στο μπάσκετ τύχη πρέπει να είσαι ισάξιος τουλάχιστον. Όταν ένα ματς πάει στους 50 πόντους έπρεπε να να αναγκάσουμε τους αντιπάλους μας να σκοράρουν λίγο”.
Για το 1996 στο Παρίσι: “Για 79 λεπτά κυριάρχησε στο Final Four. Παραλίγο να χάσουμε από διάφορες συγκυρίες. Όταν πας εκεί πρέπει να παίξεις τουλάχιστον καλά 80′ λεπτά”.
Για το αντίο του στην Εθνική το 1996: “Αξίζει το κόπο οι πολίτες αυτής της ωραίας χώρας να έχουν ανθρώπους που έχουν πάθος για την Εθνική Ομάδα. Θέλω να βλέπω όπου παίζει να κυματίζουν ελληνικές σημαίες και κασκόλ”.
Για την πρώτη περίοδο προπονητικά στην Εθνική: “Οι δυνατότητες μας δεν έχουν ουρανό είναι πολύ υψηλές. Εκείνη η ομάδα αδικήθηκε από τον κόσμο, από τους διοικητικούς κάποιους στην ΕΟΚ και από τους δημοσιογράφους. Εκείνη τη περίοδο οι παίκτες δεν είχαν την εμπιστοσύνη των ομάδων και έπαιξαν στα ίσια την Σερβία και τη Ρωσία. Το 1997 χάσαμε το ματς από τις 1/8 βολές και στη παράταση. Και στο μικρό τελικό είχαμε συμπεριφορά λες και ήμασταν εγκληματίες πολέμου. Δεν υπήρχε υπομονή. Ήμασταν πολύ καλοί στη παρουσία μας και στη προσπάθεια μας”.
Για το αν θα έπαιζε τον τελικό του 2006 ή τον προημιτελικό του 2008: “Με την Ισπανία. Το ματς με την Αργεντινή παίξαμε από τακτικής πλευράς πολύ καλά γιατί ο καλύτερος μας παίκτης ο Τσαρτσαρής, από τα υπόλοιπα παιδιά δεν πιάσανε τα στάνταρ τους. Ατομικά μας κέρδισαν γιατί έβαλαν τα σουτ από τα 8-9 μέτρα. Ντελφίνο και Τζινόμπιλι”.
Για την Ισπανία το 2007: “Εκεί θα παίρναμε το χρυσό πάλι. Αλλά εγώ πίστευα ότι θα το πάρουμε αργότερα”.
Για το 2008 και την αποχώρηση του: “Εγώ ήθελα να συνεχίσω δεν υπήρχε περίπτωση να παρατήσω την Εθνική. Πρώτα το ελληνικό στοιχείο και οι παίκτες.”
Για τη προπονητική του καριέρα σε ομάδες: “Στον Πανιώνιο είχα στο πάγκο τους ξένους και έπαιζα με τους Έλληνες που είχαν προοπτική να ανεβάσουν επίπεδο την ομάδα και στο παρόν και στο μέλλον. Στο Μαρούσι πήγα και βρήκα έναν Πρόεδρο που βοηθούσε την ομάδα του. Του είπα ότι ξοδεύει πολλά και ότι πρέπει να μειώσει το μπάτζετ και ότι πάμε για πρωτάθλημα αλλάζοντας την νοοτροπία της ομάδας. Το Μαρούσι λόγω της οικονομικής υγείας κατάφερε να κάνει πρωταθλητισμό όσο ήμουν εκεί. Ήμασταν μία ομάδα που τελείωσε τη σεζόν με 21 νίκες και 5 ήττες απέναντι σε ομάδες που ήταν υψηλού επιπέδου”.
Για τον Ολυμπιακό: “Όταν πήγα ήταν μία δύσκολη περίοδος. Μέχρι τότε είχε μέτρια παρουσία σε Ελλάδα και Ευρώπη. Σπάνια κέρδιζε εκτός ΣΕΦ, κατορθώσαμε μέσα στη χρονιά να κερδίσουμε εκτός ΤΣΣΚΑ, Ζαλγκίρις και Μακάμπι και στα playoffs μείναμε έξω από την πρωταθλήτρια Ευρώπης ΤΣΣΚΑ με 2-1. Και η Μακάμπι πήγε τελικό. Μετά πήγαμε Final Four το 2009 και στην Ελλάδα προσπαθούσαμε να αλλάξουμε τις ισορροπίες με ένα μεγάλο αντίπαλο που είχε τους κορυφαίους Έλληνες και του βάλαμε δύσκολα”.
Για το Βερολίνο το 2009 και το 2010: “Το κυριότερο τότε για τον Παναθηναϊκό έπαιζε ο κόουτς Ομπράντοβιτς που είχε βάλει τη σφραγίδα του. Εμείς χάσαμε το τελευταίο σουτ και μπορούσαμε να είχαμε κερδίσει. Μετά και το 2010 πάλι Final Four δεν πήγε καλά ο τελικός και φάγαμε από τον Σάδα το σουτ από τα 10 μέτρα όταν μειώναμε. Γυρίσαμε πίσω παίξαμε καλά στα πρώτα ματς, αλλά χάσαμε το πρωτάθλημα. Αν τυχόν συνεχίζαμε θα κάναμε μία ομάδα που θα έπαιρνε τίτλους και θα είχε και διαδικασία παραγωγική. Ευτυχώς η ομάδα πήρε μετά τους τίτλους”.
Για τον Σπανούλη το 2010: “Ήταν μεγάλη υπόθεση για τον σύλλογο να τον πάρει τότε. Ο Βασίλης πήγε στον Ολυμπιακό για να γίνει ηγέτης. Άλλαξε τις ισορροπίες όπως και εγώ στον Άρη όταν πήγα αυτό είναι το μόνο κοινό των δύο περιπτώσεων”.
Για την ευρωπαϊκή υποχώρηση του Παναθηναϊκού: “Ο κόουτς άφησε το στίγμα του στο τρόπο λειτουργίας του. Νομίζω ότι χάθηκε η επαφή με την παραγωγική διαδικασία νομίζοντας ότι πάντα θα υπάρχει κάτι να αγοράσουν”.
Για τον Ομοσπονδία: “Όταν φτάνει ο Πρόεδρος να λέει ότι δεν χρειαζόμαστε προπονητή και δεν υπάρχει κάποιος να πει τι λες Πρόεδρε; Γίνεται ομάδα χωρίς προπονητή; Πως μπορεί να γίνει διαφορετικά; Η διοίκηση πρέπει να διοικεί”.
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1987
Φάνης Χριστοδούλου #15, Παναγιώτης Καρατζάς #9, Παναγιώτης Φασούλας #13, Αργύρης Καμπούρης #7, Λιβέρης Ανδρίτσος #12, Νίκος Λινάρδος #8,
Μέμος Ιωάννου #14, Μιχάλης Ρωμανίδης #10, Νίκος Σταυρόπουλος #5, Νίκος Γκάλης #4, Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Νίκος Φιλίππου #11, προπονητής: Κώστας Πολίτης
Στις 14 Ιουνίου 1987 η εθνική ομάδα μπάσκετ κατέκτησε πρώτη φορά στην ιστορία της το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Ήταν ένας άθλος καθώς μέχρι τότε δεν είχε περάσει καν στους 8!
Χιλιάδες Έλληνες είχαν κολλήσει στην τηλεόραση ακόμη και αν δεν είχαν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους μπάσκετ.
Έμαθαν γρήγορα τους κανόνες που αποδείχθηκαν πολύ απλοί. Στο τέλος κερδίζει ο Γκάλης, ο Γιαννάκης και τα άλλα παιδιά.
Η διοργάνωση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος έγιναν στην Ελλάδα και στο στολίδι της εποχής το στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, που ήταν πάντα κατάμεστο.
Κατά πολλούς ήταν το πιο δύσκολο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα που έγινε ποτέ. Συνολικά συμμετείχαν 12 ομάδες, μεταξύ των οποίων η πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία και η Σοβιετική Ένωση, που είχαν στο ρόστερ τους μερικούς από τους μεγαλύτερους παίκτες της εποχής.
Πέτροβιτς, Ράτ ζα Ντίβατς για τη μεγάλη των πλάβι σχολή. Βάλτερς, Αλεξάντερ Βόλκοφ, Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, Βλαντίμιρ Τκατσένκο, για την υπερομάδα της ΕΣΣΔ.
Η ελληνική ομάδα αποτελούταν από τους Γιαννάκη, Φασούλα, Χριστοδούλου, Καρατζά, Φιλίππου, Καμπούρης, Λινάρδος, Ιωάννου, Ρωμανίδης, Ανδρίτσος, Νίκος Γκάλης και προπονητής ο Κώστας Πολίτης.
Το πρωτάθλημα ξεκίνησε στις 3 Ιουνίου. Η εθνική με πρωταγωνιστές τον Γκάλη, που έβαλε 44 πόντους και τον Παναγιώτη Φασούλα κέρδισε εύκολα τη Ρουμανία με σκορ 109-77.
Την επόμενη ημέρα η Ελλάδα αντιμετώπιζε την ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, που ήταν το φαβορί του τουρνουά. Η εθνική κέρδισε με σκορ 81-77 με τον Γκάλη να βάζει ξανά 44 πόντους στο αντίπαλο καλάθι. Τα ξένα μέσα ενημέρωσης, ανέφεραν την επόμενη ημέρα «Ο Γκάλης ισοπέδωσε τη Γιουγκοσλαβία». Μετά από αυτή τη νίκη η Εθνική μπορούσε να ελπίζει ότι θα έφτανε στους οκτώ.
Όταν ρώτησαν τον προπονητή της Σοβιετικής Ένωσης, Αλεξάντρα Γκομέλσκι, γιατί η Γιουγκοσλαβία έχασε από την Ελλάδα τους απάντησε: «Επειδή η Γιουγκοσλαβία δεν είχε τους κατάλληλους παίκτες που θα μπορούσαν να σταματήσουν τον Γκάλη, τον παίκτη του 21ου αιώνα, όπως τον ανέφερε»
Στους επόμενους δύο αγώνες η εθνική έχασε από την Ισπανία με σκορ 89-106 και από την Σοβιετική Ένωση με τρεις πόντους διαφορά.
Χάρη στους 34 πόντους του Νίκου Γκάλη κέρδισε στις 7 Ιουνίου τη Γαλλία και προκρίθηκε στα προημιτελικά, όπου αντιμετωπίσε την Ιταλία. Ο αγώνας έληξε με 90-78 υπέρ της Ελλάδας και χιλιάδες Έλληνες βγήκαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν την είσοδο μας για πρώτη φορά στην οκτάδα των καλύτερων ομάδων της Ευρώπης.
Ο Νίκος Γκάλης δήλωσε στο τέλος του αγώνα: «Σήμερα δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουμε. Το είδα στα μάτια των Ιταλών στην προθέρμανση, πριν από τον αγώνα».
Είναι η καλύτερη μέρα της καριέρας σου; τον ρώτησαν. Ναι…μέχρι τον επόμενο αγώνα, ήταν η απάντηση. Όλοι νόμιζαν ότι έκανε χιούμορ, αλλά το εννοούσε.
Στον ημιτελικό η Εθνική συνάντησε ξανά τη Γιουγκοσλαβία. Ενώ το πρώτο ημίχρονο τελείωσε με την Ελλάδα να είναι 11 πόντους πίσω στο σκορ, το παιχνίδι έληξε με νίκη της εθνικής 81-77. Πλέον οι Έλληνες παίκτες ήταν ένα βήμα από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου αλλά πρώτα έπρεπε να κερδίσουν την πανίσχυρη ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης που την περίμενε στον τελικό.
Και η δεύτερη θέση ήταν μια τιτάνια επιτυχία, αλλά κανείς δεν σκεφτόταν την ήττα. Αυτή η ομάδα έκανε τους φιλάθλους να πιστέψουν ότι δεν υπάρχει όριο στις φιλοδοξίες.
Στις 14 Ιουνίου στο κατάμεστο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας η Ελλάδα αντιμετώπιζε τους κορυφαίους παίκτες της Σοβιετικής Ένωσης, τον Βάλτερς, τον Βολκόφ, τον εκπληκτικό Μαρτσουλιόνις, και τον θηριώδη Τσατσένκο. Ολόκληρη η χώρα βρισκόταν μπροστά από τις τηλεοράσεις και περίμεναν να πανηγυρίσουν.
Το παιχνίδι ήταν στον πόντο μέχρι το τέλος του αγώνα. Ο Λιβέρης Ανδρίτσος ισοφάρισε στα τελευταία δευτερόλεπτα 89-89 και το παιχνίδι οδηγήθηκε στην παράταση.
Στα τελευταία 36 δευτερόλεπτα οι ομάδες ήταν ισόπαλες 101-101.
Ο Αργύρης Καμπούρης κέρδισε φάουλ. Συγκεντρώθηκε για να τις εκτελέσει ενώ οι γυναίκες τον ξεμάτιαζαν από τις τηλεοράσεις για να πάνε όλα καλά!
Έτριψε τα χέρια του με το χαρακτηριστικό του στυλ. Σούταρε εύστοχα και τις δυο φορές και μια χώρα απογειώθηκε στο υψηλότερο βάθρο.
Η επιτυχία ήταν τεράστια. Ο Γολιάθ έχασε από τον Δαυίδ και δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Ο Νίκος Γκάλης πραγματοποίησε μερικά από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του και ανακηρύχθηκε ο πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος.
Δείτε παρακάτω το βίντεο με τα τελευταία λεπτά του αγώνα
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα 1989
Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Νίκος Γκάλης #4, Δημήτρης Παπαδόπουλος #14, Αργύρης Καμπούρης #7, Ντίνος Αγγελίδης #9, Κώστας Παταβούκας #5, Φάνης Χριστοδούλου #15, Παναγιώτης Φασούλας #13, Νίκος Φιλίππου #11, Λιβέρης Ανδρίτσος #12, Ντέιβιντ Στεργάκος #8, προπονητής: Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου
Δεν πίστευε σχεδόν κανείς μετά το Ευρωμπάσκετ της Αθήνας το 1987 ότι θα ξανάβλεπε ένα τόσο μεγάλο μπασκετικό θαύμα από την Εθνική Ελλάδας. Είχε μεσολαβήσει η ανώμαλη προσγείωση στο προολυμπιακό του Ρότερνταμ, αλλά και η αποχώρηση του Κώστα Πολίτη, που δύσκολα θα μάντευε ότι δυο χρόνια μετά, στο Ζάγκρεμπ, θα γινόμασταν μάρτυρες, όχι μιας εποποϊίας όπως συνέβη στο ΣΕΦ, αλλά τουλάχιστον μιας επικής βραδιάς. Τότε που είδαμε τον καλύτερο Νίκο Γκάλη όλων των εποχών με τα γαλανόλευκα, την Ελλάδα να νικάει τη Σοβιετική Ένωση και το μετάλλιο να εξασφαλίζεται 100%, καθώς ο αγώνας ήταν ο ημιτελικός του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος.
Στις 20/06/1989 είχε ξεκινήσει το τουρνουά στην τωρινή πρωτεύουσα της Κροατίας, που τότε ήταν ακόμα μια πόλη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Ο ανυποψίαστος ταξιδιώτης δεν θα φανταζόταν ποτέ πως όσοι φώναζαν με φανατισμό “Yu-go-sla-vi-a” στη διάρκεια των αγώνων και στο τέλος πανηγύριζαν έξαλλα το χρυσό μετάλλιο, δυο χρόνια μετά θα αφηνίαζαν για τον διαμελισμό της χώρας.
Η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη την αλλαγή του συστήματος διεξαγωγής (οι 16 ομάδες έγιναν 8 και το τουρνουά από 12 ημέρες συρικνώθηκε στο μισό μεταξύ 20 και 25 Ιουνίου), της έφτανε μια νίκη κλειδί στον όμιλο, για να εξασφαλιστεί η πρόκριση στην 4άδα. Και πάλι, όμως, αυτή η μεγάλη νίκη απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, η οποία μάλιστα είχε στο ρόστερ της τον Άρβιντας Σαμπόνις και προερχόταν από το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, έμοιαζε με ένα θαύμα που ξαναγινόταν μπροστά στα μάτια μας.
Το καλοκαίρι ήταν ‘καυτό’ το 1989, με τα πολιτικά πάθη στα ύψη. Στις 18 Ιουνίου είχαν γίνει οι εκλογές που οδήγησαν αργότερα στη συγκυβέρνηση ΝΔ και (ενιαίου) Συνασπισμού, οπότε η χώρα ήταν λίγο δύσκολο να παρασυρθεί στη δίνη του μπάσκετ όπως το ’87. Το μέγεθος της επιτυχίας, ωστόσο, ήταν ανάλογο. Το δεύτερο μετάλλιο μέσα σε μια διετία ήταν η απόδειξη ότι το μπάσκετ δεν είχε εμφανιστεί σαν κομήτης. Ο ίδιος ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, έπειτα από τη λήξη των αγώνων, παραδεχόταν: “Πριν από δυο χρόνια νόμιζα ότι η Ελλάδα είχε θριαμβεύσει επειδή έπαιζε στο γήπεδό της. Έκανα λάθος. Φέτος μας απέδειξαν ότι μπορούν να τα καταφέρουν και εκτός έδρας. Ανακαλώ”.
Ας θυμηθούμε όμως τι έγινε εκείνη την εβδομάδα στο Ζάγκρεμπ και στην ‘Ντομ Σπόρτοβα’, το κλειστό γήπεδο δηλαδή, που φιλοξένησε τους αγώνες.
Το Ευρωμπάσκετ του… ΝΒΑ
Το Ευρωμπάσκετ των 6 ημερών έγινε ύστερα από απόφαση της FIBA που κράτησε για δυο διοργανώσεις (1989-1991), πριν επανέλθουμε σε τουρνουά των 16 ομάδων το 1993 (και πιο πολλών ακόμη, στη συνέχεια). Δεν θα λέγαμε ότι ήταν μια ευφυής ιδέα της παγκόσμιας ομοσπονδίας, με την έννοια ότι η διοργάνωση έχανε την αίγλη της, έστω κι αν θεωρητικά μιλούσαμε για τις 8 καλύτερες ομάδες της Ευρώπης, άρα ο ανταγωνισμός θα ανέβαινε, εξ ορισμού, στα ύψη.
Οι όμιλοι ήταν δυο. Η Ελλάδα είχε πέσει στο γκρουπ της διοργανώτριας Γιουγκοσλαβίας. Οι ‘πλάβι’ εμφάνιζαν την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών, με τον Ντράζεν Πέτροβιτς στα ντουζένια του και ακόμη τους Τόνι Κούκοτς, Βλάντε Ντίβατς, Ζάρκο Πάσπαλι, Στόγιαν Βράνκοβιτς, Ντίνο Ράτζα να τον συνοδεύουν στα μοναδικά του ρεσιτάλ, τον Γιούρε Ζντοβτς σε πρώτη εμφάνιση, τον Πρέντραγκ Ντανίλοβιτς νεαρό, όχι όμως και τον Σάσα Τζόρτζεβιτς, τον οποίο ο Ντούσαν Ίβκοβιτς είχε αποκλείσει, επειδή είχε τσακωθεί με τον Πέτροβιτς σε αγώνα του γιουγκοσλάβικου πρωταθλήματος.
Οι ‘Γιούγκοι’ ήθελαν πως και πως να επιστρέψουν στην κορυφή έπειτα από 12 χρόνια. Όταν κατέκτησαν το χρυσό μετάλλιο, τα έσπασαν πίνοντας τόνους μπύρας στο μπαρ του Πέτροβιτς, ‘Αμαντέους’, με χιλιάδες φιλάθλους στους δρόμους του Ζάγκρεμπ να ανεμίζουν σημαίες της Γιουγκοσλαβίας. Η Γαλλία κι η Βουλγαρία συμπλήρωναν τον όμιλο της 1ης φάσης. Η αποστολή της Εθνικής δεν είχε κάτι πολύ δύσκολο ή περίπλοκο. Της έφταναν δυο νίκες επί της Γαλλίας και της Βουλγαρίας για να προκριθεί στους ‘4’. Προϋπόθεση ότι οι Γιουγκοσλάβοι δεν θα έχαναν από κανέναν.
Στον άλλον όμιλο, επικεφαλής ήταν η Σοβιετική Ένωση, που είχε πάει στο Ζάγκρεμπ με προπονητή τον Λιθουανό Βλάντας Γκάραστας (ο Γκομέλσκι είχε αναλάβει χρέη προέδρου στην ομοσπονδία), με τον Σαμπόνις να επιστρέφει σε Ευρωμπάσκετ (το 1987 ήταν απών) και τον Αλεξάντερ Μπελοστένι επίσης. Οι σωματοφύλακες του Σαμπόνις (Ρίμας Κουρτινάιτις, Βαλντεμάρας Χόμιτσους) ήταν επίσης εκεί, όπως και ο Βαλερί Τιχονένκο, αλλά κι ο ελπιδοφόρος Λετονός γκαρντ Γκούνταρς Βέντρα. Η ΕΣΣΔ είχε αποστρατεύσει Βάλντις Βάλτερς, Βλάντιμιρ Τκατσένκο, Βίκτορ Πανγκράσκιν και τον γερο Σεργκέι Γιοβάισα.
Μαζί με τους Σοβιετικούς, Ιταλοί (με τον Μάικ ντ’ Αντόνι στα 38 να κάνει ντεμπούτο στην εθνική, τον Αουγκούστο Μπινέλι ξανά στις επάλξεις) και Ισπανοί (χωρίς Φερνάντο Ρομάι-Φερνάντο Μαρτίν) θα έτρωγαν τα… μουστάκια τους για τη 2η θέση. Σε ρόλο σάκου του μποξ σε αυτό το γκρουπ η Ολλανδία, πολύ αδύναμη χωρίς τον Ρικ Σμιτς, που ήδη είχε ξεκινήσει την καριέρα του στο ΝΒΑ με τους Ιντιάνα Πέισερς. Άλλοι 3 παίκτες που αγωνίστηκαν σε αυτό το Ευρωμπάσκετ θα πήγαιναν να βρουν τον Ολλανδό στο ΝΒΑ. Ήταν ο Πέτροβιτς, ο Ντίβατς και ο Σαρούνας Μαρτσουλιόνις, που έφυγαν εκείνο το καλοκαίρι με προορισμό τις ΗΠΑ για να παίξουν σε Πόρτλαντ, Λέικερς και Γκόλντεν Στέιτ αντίστοιχα. Καθώς η FIBA είχε επιτρέψει τη χρησιμοποίηση επαγγελματιών στις διεθνείς διοργανώσεις, δεν υπήρχε πλέον κανένα πρόβλημα. Ο Σαμπόνις πάντως προτίμησε τα δολάρια του τρελού προέδρου της Φόρουμ Βαγιαδολίδ, Γκονθαλό Γκονθαλό, και μετακόμισε στην Ισπανία. Η διπλή εγχείριση στους αχίλειους τένοντές του τον ταλαιπωρούσε και το ΝΒΑ θα τον περίμενε ακόμη 6 χρόνια. Άλλοι, όπως ο Βράνκοβιτς, θα προτιμήσουν την Ελλάδα και τον Άρη. Ο Παναγιώτης Γιαννάκης τον… ψήνει ένα βράδυ, για να τον πείσει.
Ο τελικός με τη Γιουγκοσλαβία, που στον άλλο ημιτελικό νικάει την Ιταλία, δεν έχει τοσο μεγάλη σημασία. Όλοι ξέραμε ότι θα χάσουμε. Το τελικό 77-98 είναι αρκετά βαρύ, παρότι ο Γκάλης πετυχαίνει 30 πόντους και ο Φασούλας 22. Είναι όμως ξεκάθαρη η κλάση των ‘πλάβι’ και του τρομερού Πέτροβιτς, που δίνει μια ακόμη παράσταση με 28 πόντους (7/9δ, 3/4τρ, 5/5β) και 12 ασίστ. Ο Ίβκοβιτς, περιχαρής για την επιστροφή της ομάδας του στον θρόνο της Ευρώπης για πρώτη φορά μετά το 1977, προαναγγέλλει: “Έχουμε μια τρομερή ομάδα. Νομίζω ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε τους Αμερικανούς”. Δεν υποψιάζεται ότι η χώρα του σε δυο χρόνια δεν θα ήταν ποτέ πια ίδια…
Εθνική Ομάδα Καλαθοσφαίρισης Ανδρών – Ολυμπιακοί Αγώνες Ατλάντα 1996
Φάνης Χριστοδούλου, Παναγιώτης Γιαννάκης, Παναγιώτης Φασούλας, Φραγκίσκος Αλβέρτης – Ολυμπιακοί Αγώνες Ατλάντα 1996
Τοποθεσία τουρνουά: Ατλάντα (ΗΠΑ)
Συμμετέχουσες ομάδες: 12
Ρεκόρ (Ν-Η): 5-3
Αντίπαλοι στα νοκ-άουτ: Λιθουανία (Προημιτελικός), Κίνα (Θέσεις 5-8), Βραζιλία (Θέσεις 5-8).
MVP:
Δωδεκάδα Εθνικής Ελλάδος: Ευθύμης Μπακατσιάς #4, Κώστας Παταβούκας #5, Παναγιώτης Γιαννάκης #6, Δημήτρης Παπανικολάου #7, Γιώργος Σιγάλας #8, Λευτέρης Κακιούσης #9, Φραγκίσκος Αλβέρτης #10, Νίκος Οικονόμου #11, Ντίνος Αγγελίδης #12, Παναγιώτης Φασούλας #13, Ευθύμης Ρεντζιάς #14, Φάνης Χριστοδούλου #15.
Προπονητής: Μάκης Δενδρινός.
Η γαλανόλευκη ξεκίνησε με 3-1 ρεκόρ τον πρώτο γύρο, πηγαίνοντας στα προημιτελικά απέναντι στην Λιθουανία, από την οποία γνώρισε την ήττα με 99-66. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες διεθνείς δεν παράτησαν την προσπάθεια και απέδωσαν ωραίο μπάσκετ στους επόμενους αγώνες. Αρχικά επικράτησαν της Κίνας (115-75) και εν συνεχεία έπεσαν πάνω στην οικοδέσποινα Βραζιλία, με την νίκη να χαρίζει την πέμπτη θέση.
Ελλάς-Βραζιλία 91-72: Στο δεύτερο ημίχρονο του εντυπωσιακού αγώνα, η “επίσημη αγαπημένη” παρουσίασε το καλό της πρόσωπο που της έδωσε και την επικράτηση απέναντι στην Βραζιλία.